Εποχιακά Δώρα
(6398)- Εμφάνιση
- 18
- 36
Είτε κυνηγάς την τέλεια δουλειά, είτε θες να ετοιμάσεις την τέλεια παρουσίαση για τον νέο πελάτη, είτε απλώς θέλεις να εντυπωσιάσεις ένα ακροατήριο δύο ή ακόμα και χιλιάδων ατόμων, αυτό το βιβλίο θα σου δείξει πώς να: · χρησιμοποιήσεις τον κανόνα των τριών για να κερδίσεις ένα κοινό∙ · προετοιμαστείς ώστε να είσαι ο εαυτός σου∙ · συμφιλιωθείς με το άγνωστο και να υπερνικήσεις κάθε φόβο. Τα πάντα είναι θέμα μάρκετινγκ. Μάθε, λοιπόν, πώς να πουλάς την καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου και να κάνεις τους πάντες να κρέμονται από τα χείλη σου!
Έψαξα τις τσέπες του. Βρήκα τα συνηθισμένα, μαντίλι, κλειδιά, ψιλά, πορτοφόλι, μα υπήρχε και κάτι τελείως αλλόκοτο… Ο Ρεξ Φόρτεσκιου, επικεφαλής μιας οικονομικής αυτοκρατορίας, απολάμβανε το πρωινό του τσάι, όταν έπεσε ξαφνικά νεκρός μέσα σε φρικτούς πόνους. Η νεκροψία αποδίδει τον θάνατο σε δηλητηρίαση – δυστυχώς, οι ύποπτοι είναι πολλοί. Ο Φόρτεσκιου δεν ήταν ακριβώς αξιαγάπητος. Στο μεταξύ, στην τσέπη του εντοπίζονται σπόροι από σίκαλη που κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει πώς βρέθηκαν εκεί... Τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα, τα πτώματα θα πληθύνουν, ώσπου στην έπαυλη των Φόρτεσκιου φτάνει η ερασιτέχνις ντετέκτιβ μις Μαρπλ. Η πανέξυπνη γηραιά κυρία έχει προσωπικούς λόγους να αναμειχθεί στην υπόθεση. Και καταφέρνει μεμιάς αυτό που η αστυνομία αδυνατεί να κάνει ως εκείνη τη στιγμή: να μπει στο μυαλό του δολοφόνου, να συλλάβει το σχέδιό του. Και να προβλέψει την επόμενή του κίνηση…
Kανέναν μα κανέναν δεν μπορείς να κερδίσεις, ούτε καν ένα αφελές μικρούλι παιδί, εφόσον του αφαιρείς την ελευθερία τού να μη συμφωνήσει μαζί σου. Αν απαγορεύεις την ελευθερία στον άλλο, και βασιλιά να τον στέψεις, δε θα διαρκέσει η λαμπερή συμφωνία σας. Σύντομα θα αισθανθεί δυσφορία, ότι κάπως παγιδεύτηκε και βρέθηκε εκεί που δε θέλει. Τα χρυσά κλουβιά τα ανακάλυψαν τύποι σαν τη γυναίκα της πρώτης ιστορίας μας, όμως, κλειδωμένο, ένα πουλί μαραίνεται. Ο Ελύτης γράφει πως γίνεται να φυλακίσεις ένα αηδόνι αλλά δεν μπορείς να φυλακίσεις τον κελαηδισμό του. Υπάρχουν όμως προσωπικότητες τόσο ανασφαλείς, εξαρτημένες και εξωφρενικά εγωιστικές, ώστε κρατούν κλειδωμένο το αηδόνι τους, έστω και άλαλο, έστω και νεκρό. Ξέρουν πολύ καλά άλλωστε την τέχνη να ταριχεύουν. Όλοι μας έχουμε συναπαντηθεί με τέτοιους χαρακτήρες. Δεν είναι λίγοι και γνωρίζουν να πλέκουν ιστούς σαν την αράχνη. Όσο πιο εξαρτημένοι είμαστε εμείς οι ίδιοι τόσο τσιμπάμε στους χειρισμούς τους. Ο ελεύθερος, ο ανεξάρτητος άνθρωπος δεν τους ανέχεται, γρήγορα κάνει πέρα, σύντομα κόβει μαζί τους τις διαπραγματεύσεις. Όμως πόσοι είμαστε εντελώς ανεξάρτητοι; Όλοι έχουμε τις αναγκεμένες πληγές μας, τις μειονεξίες μας, τα παθήματα και τα πάθη μας. Όλοι κουβαλάμε στο αίμα μας τους πειρασμούς της τρέλας. Παρά ταύτα πάντα υπάρχει τρόπος να γιατρεύεσαι όταν όντως το αποφασίζεις, διότι η υγεία είναι πιο επιθετική και δυναμική από την αρρώστια.
ΕΙΧΕ ΑΠΛΩΣ ΤΗΝ ΑΤΥΧΙΑ ΝΑ ΜΕ ΕΡΩΤΕΥΤΕΙ. ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕ ΣΑΝ ΤΕΡΑΣ. Η Βανέσα Γουάι ήταν δεκαπέντε ετών όταν τα έφτιαξε με τον καθηγητή της των αγγλικών. Τώρα, στα τριάντα δύο της, κι ενώ το κίνημα του #MeToo ξεσκεπάζει το ένα μετά το άλλο τα σεξουαλικά εγκλήματα πανίσχυρων ανδρών, μια άλλη παλιά μαθήτρια του Τζέικομπ Στρέιν τον κατηγορεί για σεξουαλική κακοποίηση. Η Βανέσα ακούει συγκλονισμένη το νέο. Πιστεύει ακόμη πως η δική της σχέση με τον Στρέιν δεν ήταν κακοποίηση, αλλά έρωτας. Είναι σίγουρη γι’ αυτό. Μπορεί τώρα να απορρίψει την πρώτη της αγάπη χωρίς να απορρίψει τον ίδιο τον έφηβο εαυτό της; Να δεχτεί πως ο άντρας που την καθόρισε ήταν κάτι άλλο από αυτό που πίστευε ως τώρα; Και πως ίσως η ίδια δεν ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής του, αλλά ένα από τα πολλά θύματά του; Ένα προκλητικό, εθιστικό βιβλίο για τη μνήμη και το τραύμα, την έξαψη της εφηβείας και τις λεπτές γραμμές ανάμεσα στη συναίνεση, τη συνενοχή και τη θυματοποίηση. Ένα βιβλίο-δυναμίτης, που δίκαια ειπώθηκε ότι χαρακτηρίζει μια ολόκληρη εποχή.
Ένας λογοτεχνικός θρίαμβος του έρωτα και της μοναξιάς, του πολέμου και της τέχνης, αλλά και ένας γεμάτος αγάπη φόρος τιμής στον Μεγάλο Γκάτσμπι, το ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΜΕΝΤΑΤΟΡΕ είναι ένα συγκλονιστικό έργο φαντασίας από έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας. Οι ζωγραφιές είναι παράξενα πράγματα: Καθώς πλησιάζουν προς το τέλος, αποκτούν τη δική τους θέληση, τη δική τους οπτική γωνία, ακόμα και τις δικές τους ικανότητες λόγου. Λένε στον καλλιτέχνη πότε έχουν τελειώσει (τουλάχιστον έτσι λειτουργεί μ’ εμένα). Κάποιος που παρακολουθεί ως θεατής –αν είναι κανείς παρών– δεν μπορεί να καταλάβει τη διαφορά ανάμεσα σε μια ζωγραφιά σε εξέλιξη και σε μια ολοκληρωμένη ζωγραφιά, γιατί το όριο είναι πρακτικά αόρατο στο γυμνό μάτι. Ωστόσο ο καλλιτέχνης γνωρίζει. Αυτός ή αυτή μπορεί ν’ ακούσει τη ζωγραφιά να του λέει: Κάτω τα χέρια, τέλειωσα. Ο καλλιτέχνης πρέπει απλώς να υπακούσει σ’ αυτή τη φωνή. Ο δεύτερος τόμος ενός έπους από τον συγγραφέα που, σύμφωνα με τους New York Times, εφηύρε τη μυθιστοριογραφία του εικοστού πρώτου αιώνα.
Με αφορμή τη συμπλήρωση των 100 χρόνων από την Καταστροφή της Σμύρνης, όταν η ανθηρή μητρόπολη, το σημερινό Ισμίρ, διαλύθηκε ολοσχερώς και δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, αλλά και τα 200 χρόνια από τη Σφαγή της Χίου, ο διακεκριμένος συγγραφέας και δημοσιογράφος Lutz C. Kleveman κάνει ένα οδοιπορικό, επί έναν ολόκληρο χρόνο, στα ελληνικά νησιά και στη Σμύρνη, που καταλήγει να μετατραπεί σ’ ένα ταξίδι στον χρόνο. Μεταφερόμαστε στη Χίο στο τέλος του 18ου αιώνα και παρακολουθούμε τα γεγονότα που οδήγησαν στον εξανδραποδισμό του πληθυσμού της, καθώς και στο προσφυγικό κύμα προς τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου. Στη συνέχεια περνάμε απέναντι στα παράλια της Μικράς Ασίας και την κοσμοπολίτικη Σμύρνη, τότε που ζούσαν ειρηνικά εκεί Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, Αρμένιοι, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί, και ξαναζωντανεύουν μπρος στα μάτια μας οι εξελίξεις που είχαν ως τελικό αποτέλεσμα την Καταστροφή του 1922. Το συνταρακτικό αυτό γεγονός και τη λήξη του Ελληνοτουρκικού Πολέμου διαδέχτηκε η ανταλλαγή πληθυσμών, κατά την οποία σχεδόν δύο εκατομμύρια χριστιανοί και μουσουλμάνοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους· αυτή η ανταλλαγή αποτέλεσε το πρότυπο για όλες τις εθνοκαθάρσεις του 20ού αιώνα. Με βάση τις μαρτυρίες των ανθρώπων που συναντά και την επιτόπια έρευνά του, ο συγγραφέας αναζητά το νήμα της Ιστορίας που συνδέει το παρελθόν με το παρόν αλλά και τις μετακινήσεις των πληθυσμών στο Αιγαίο, οι οποίες δείχνουν να μην έχουν τέλος…
«ΞΥΠΝΑ, ΘΑ ΧΑΣΕΙΣ ΟΛΗ ΤΗ ΜΕΡΑ!» «ΜΠΟΡΕΙΣ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΝΑ ΞΕΚΟΛΛΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΣΟΥ;» «ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ!» ΜΑ ΤΙ ΕΧΟΥΝ ΠΑΘΕΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ; Υπάρχουν εκατοντάδες βιβλία για γονείς που τους λένε πως να φερθούν και πώς να χειριστούν τα παιδιά τους. Για πρώτη φορά, όμως, ο διεθνώς αναγνωρισμένος ΝΤΙΝ ΜΠΕΡΝΕΤ έχει γράψει ένα ΒΙΒΛΙΟ ΕΙΔΙΚΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ, για να μπορέσεις να καταλάβεις τι ακριβώς συμβαίνει. Ο οδηγός αυτός καλύπτει όλες τις «υστερίες των γονιών», από το κόλλημα που έχουν με το ΣΥΜΜΑΖΕΜΑ, την ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑ και το ΚΙΝΗΤΟ σου, αλλά και γιατί δε σε αφήνουν να ΚΟΙΜΗΘΕΙΣ λίγο παραπάνω, ενώ δείχνουν να μην καταλαβαίνουν τίποτα σχετικά με το πώς νιώθεις. Για φαντάσου πόσα πράγματα θα μπορέσεις να κάνεις αν δε χάνεις πια τόσο χρόνο και ενέργεια μαλώνοντας για «ασήμαντους» λόγους…
Η Φίξι Φαρ έχει μεγαλώσει με το μότο του πατέρα της Πάνω απ’ όλα η οικογένεια. Αλλά από τότε που εκείνος πέθανε, τρέχει για όλα μόνο της στην οικογενειακή επιχείρηση, ενώ τα αδέλφια της τεμπελιάζουν. Μια μέρα, σ’ ένα καφέ, ένας άγνωστος της ζητά να έχει για μια στιγμή τον νου της στο λάπτοπ του, κι εκείνη όχι μόνο το προσέχει, αλλά το σώζει από βέβαιη καταστροφή. Ο Σεμπ, όπως συστήνεται, για να δείξει την ευγνωμοσύνη του, της υπογράφει μια δήλωση ότι της χρωστάει χάρη. Η Φιξι το παίρνει στ’ αστεία∙ άλλωστε ποτέ δε θα του ζητούσε τίποτα. Σωστά; Κάποια στιγμή, όμως, ξαναμπαίνει στη ζωή της ο παιδικός της έρωτας, ο Ράιαν, που έχει μείνει άνεργος. Τότε η Φίξι, που δεν ήθελε τίποτα για τον εαυτό της, ζητάει από τον Σεμπ να του δώσει μια δουλειά. Τώρα, λοιπόν, είναι πάτσι, αλλά σε λίγο πάλι κάτι συμβαίνει κι ο ένας χρωστάει χάρη στον άλλο, και πάει λέγοντας. Πώς θα τελειώσει, άραγε, όλο αυτό; Μια απολαυστική ιστορία για μια περίπλοκη οικογένεια, για έναν άντρα που ίσως να είναι ο ιδανικός και για ένα κορίτσι που έχει μανία να διορθώνει τα πάντα αλλά… δυσκολεύεται να διορθώσει τη δική της ζωή.
«φιλοσοφία γὰρ ἐστιν παλαιοτάτη τε καὶ πλείστη τῶν Ἑλλήνων ἐν Κρήτῃ τε καὶ ἐν Λακεδαίμονι, καὶ σοφισταὶ πλεῖστοι γῆς ἐκεῖ εἰσιν» «Από τις ελληνικές χώρες, η φιλοσοφία πρωτοφάνηκε στην Κρήτη και στη Σπάρτη και εκεί είναι περισσότερο απλωμένη· σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου δε βρίσκονται τόσοι δάσκαλοι της φιλοσοφίας όσοι εκεί». [Πλάτωνα: «Πρωταγόρας»] «Λακεδαιμόνιοι ἐλεύθεροι γὰρ ἐόντες οὐ πάντα ἐλεύθεροι εἰσί· ἔπεστι γὰρ σφι δεσπότης νόμος, τὸν ὑποδειμαίνουσι πολλῷ ἔτι μᾶλλον ἢ οἱ σοὶ σέ» «Οι Σπαρτιάτες είναι ελεύθεροι, αλλά όχι για όλα. Δεσπότης (αφεντικό) τους είναι ο “νόμος”, τον οποίο φοβούνται πιο πολύ απ’ ό,τι οι υπήκοοί σου φοβούνται εσένα (Ξέρξη)». [Ηροδότου: «Ιστορίαι», Ζ΄]
Νομίζεις ότι μπορείς να αναγνωρίσεις κάποιες από τις πιο διάσημες προσωπικότητες του κόσμου βάσει κάποιων στοιχείων από την παιδική τους ηλικία; Αν ναι, άνοιξε το βιβλίο και δοκίμασε τις δυνάμεις σου! Είκοσι πέντε σπουδαίοι άνθρωποι περιμένουν να τους ανακαλύψεις: εφευρέτες, επιστήμονες, μουσικοί… Σου μιλάνε για τα παιδικά τους χρόνια, σου δείχνουν πώς ήταν τότε, με τι τους άρεσε να παίζουν και ποια ήταν τα ενδιαφέροντά τους, αλλά δε θα σου αποκαλύψουν το όνομά τους. Ο καθένας από αυτούς δίνει κάποια στοιχεία για να σε βοηθήσει να μαντέψεις ποιος είναι. Στη συνέχεια μπορείς να ανοίξεις το παραθυράκι και να δεις αν μάντεψες σωστά. Καλή επιτυχία!
Η πρώτη θέση στον παγκόσμιο διαγωνισμό κοσμήματος ήταν το όνειρο ζωής του Φίλιππου, που τελικά γίνεται πραγματικότητα. Το πολύτιμο δαχτυλίδι με ζαφείρια και ρουμπίνια που δημιούργησε θέλει να το αποκτήσει ο πάμπλουτος πελάτης του, ο κύριος Βαλεντίνος, που του ζητάει να προσθέσει και ένα λαμπερό διαμάντι για να το προσφέρει στην αγαπημένη του. Μια βλάβη όμως στο σύστημα συναγερμού στο χρηματοκιβώτιο του Φίλιππου έχει αποτέλεσμα να κλαπεί το πανάκριβο δαχτυλίδι με το λαμπερό διαμάντι όσο εκείνος λείπει με τον ανιψιό του, τον Τζανλούκα, σε σαφάρι. Την υπόθεση αναλαμβάνει να διαλευκάνει ο αστυνόμος Κορνέλιους Ρέτα, που μένει έκπληκτός όταν, ύστερα από πολλή έρευνα, ο Τζανλούκα ανακοινώνει: «Νομίζω πως ξέρω πού βρίσκεται το δαχτυλίδι».
Ίσως σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα η εβραϊκή παρουσία δεν παρουσιάζει τέτοια ποικιλομορφία και ενδιαφέρον όσο στην Ελλάδα. Tα πρώτα ίχνη της ανιχνεύονται κατά την αρχαιότητα. Πιθανόν πρόκειται για τις παλαιότερες εβραϊκές κοινότητες επί ευρωπαϊκού εδάφους. Εξελληνισμένοι Ρωμανιώτες, Σεφαραδίτες της Δυτικής Μεσογείου και Ασκεναζίτες της Κεντρικής Ευρώπης δημιουργούν ένα μοναδικό και πολύχρωμο μωσαϊκό κοινοτήτων, στο οποίο καθεμία αποτελεί αναπόσπαστη ψηφίδα, με τη δική της συναρπαστική ιστορία. Η Θεσσαλονίκη ως η Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων, τα Ιωάννινα ως πρωτεύουσα των Ρωμανιωτών, τα Χανιά, η Κέρκυρα, η Ρόδος, το Διδυμότειχο, η Χαλκίδα, η Κομοτηνή, η Λάρισα, o Bόλος, η Καβάλα, η Αθήνα, όλες μαζί αλλά και κάθε κοινότητα ξεχωριστά αναδεικνύονται ως αναπόσπαστο κομμάτι του Ελληνισμού και της πλούσιας ιστορίας της χώρας. Για πρώτη φορά, καταβάλλεται προσπάθεια να παρουσιαστεί επιστημονικά στην ελληνική βιβλιογραφία μια πλήρης και συνολική εικόνα της ιστορίας των Εβραίων της Ελλάδας, μέσα από μαρτυρίες, φωτογραφίες, ποιήματα και τραγούδια από τη στιγμή που εμφανίστηκαν στον ελλαδικό χώρο μέχρι το Ολοκαύτωμα και μετέπειτα. Επιχειρείται, επίσης, να αναδειχτεί σε όλο της το εύρος η συμβολή των Ελλήνων Εβραίων στην οικονομική, πολιτιστική, πνευματική και πολιτική ζωή της Ελλάδας, αλλά και να «αποκαλυφθούν» οι χρυσές και οι μαύρες σελίδες της συμβίωσης των Ελλήνων Εβραίων με τους χριστιανούς.
Μια ιστορία που αναδεικνύει τρεις αρετές με τις οποίες οι νεαροί αθλητές –και όχι μόνο– μπορούν να πετύχουν τους στόχους τους: πίστη στις δυνάμεις τους, συνέπεια στις υποχρεώσεις τους, υποµονή ώσπου το όνειρό τους να γίνει πραγματικότητα.
Η υπόθεση εκτυλίσσεται το 1907, όταν ο Μακεδονικός Αγώνας βρισκόταν στο απόγειό του και οι Έλληνες μακεδονομάχοι, καπετάν Άγρας και καπετάν Νικηφόρος, έχουν εξασφαλίσει σημαντικές επιτυχίες με τις οποίες υποστηρίζονται οι διωκόμενοι ελληνικοί πληθυσμοί. Όμως, οι Βούλγαροι κομιτατζήδες αποδεικνύονται βίαιοι και σκληροί αντίπαλοι, και οι ηρωικοί Έλληνες αγωνιστές, προερχόμενοι από την ελεύθερη Ελλάδα, μαζί με τους ντόπιους πρέπει να συνεχίσουν να μάχονται για να αντεπεξέλθουν σε έναν δύσκολο και άνισο αγώνα. Μέσα σε αυτά τα ιστορικά γεγονότα και δίπλα στα πραγματικά ιστορικά πρόσωπα μπλέκονται και οι μυθοπλαστικοί χαρακτήρες -κυρίως τα παιδιά, ο Αποστόλης και το τρυφερό «Βουλγαράκι», ο Γιωβάν. Η ιστορία, λοιπόν, και η διαπαιδαγώγηση σε υψηλά ιδανικά -της φιλοπατρίας, του θάρρους, της φιλαλήθειας και της αξιοπρέπειας- αλλά και η κατανόηση της ανθρώπινης φύσης αποτελούν τον καμβά του ξεχωριστού αυτού ιστορικού μυθιστορήματος, που εκδόθηκε το 1937.
23 Δεκεμβρίου 1971: στο Σικάγο προβλέπεται έντονη κακοκαιρία. Ο Ρας Χίλντεμπραντ, αναπληρωτής πάστορας σε μια φιλελεύθερη εκκλησία των προαστίων, είναι σχεδόν έτοιμος να διαλύσει τον γάμο του στον οποίο πλέον δε βρίσκει χαρά – εκτός αν τον προλάβει η σύζυγός του Μάριον, η οποία επίσης έχει τη δική της μυστική ζωή. Ο μεγαλύτερος γιος τους, ο Κλεμ, επιστρέφει από το κολέγιο, πυρπολημένος από ηθική απολυτότητα και έχοντας προβεί σε μια ενέργεια που θα τσακίσει τον πατέρα του. Η αδερφή του Κλεμ, η Μπέκι, το πλέον δημοφιλές κορίτσι στην τάξη της, γυρίζει την πλάτη της σε ό,τι ήξερε και εντάσσεται στην αντικουλτούρα της εποχής, ενώ ο ιδιοφυής μικρότερος αδελφός, Πέρι, που πουλάει ναρκωτικά σε μαθητές γυμνασίου, αποφασίζει να γίνει καλύτερος άνθρωπος. Καθένας από τους Χίλντεμπραντ αναζητά μια μορφή ελευθερίας που καθένας από τους υπόλοιπους μπορεί να του στερήσει. Τα μυθιστορήματα του Τζόναθαν Φράνζεν διακρίνονται για τους αξέχαστους χαρακτήρες τους και για τις οξυδερκείς παρατηρήσεις τους πάνω στη σύγχρονη αμερικανική πραγματικότητα. Στα Σταυροδρόμια ο Φράνζεν διερευνά την ιστορία μιας γενιάς. Με το χαρακτηριστικό του χιούμορ και τη σύνθετη σκέψη του, αλλά με ακόμα μεγαλύτερη ζεστασιά, δημιουργεί έναν κόσμο που τον νιώθουμε τόσο οικείο. Με συγγραφική μαεστρία οι οπτικές των πρωταγωνιστών εναλλάσσονται, ενώ το συγκρατημένο σασπένς κλιμακώνεται, στην ιστορία μιας οικογένειας από τις Μεσοδυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ σε μια καθοριστική στιγμή ηθικής κρίσης. Το χάρισμα του Τζόναθαν Φράνζεν να συνδέει τη μικρογραφία με την ευρύτερη εικόνα της πραγματικότητας είναι πιο εμφανές από ποτέ.
Μια όμορφη καλοκαιρινή μέρα του 1939, η Κασσιανή κρυφοκοιτάζει πίσω απ’ την κουρτίνα της κάμαράς της το άγνωστο παλικάρι που σιγοπίνει τον καφέ του στην αυλή των γειτόνων τους, δίχως να υποψιάζεται ότι είναι ο άντρας που θα σφραγίσει τη ζωή της. Η δεκαπεντάχρονη κοπέλα ασφυκτιά στην επαρχία, στη σκιά του αυστηρού ιεροκήρυκα πατέρα της. Ο δεκαοχτάχρονος Λυκούργος, απ’ την άλλη, οραματίζεται το μέλλον του στο πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας. Τους δυο νέους θα ενώσει ένα εφηβικό φιλί και μια βάρβαρη τιμωρία. Θα τους χωρίσουν οι δικές του επιλογές κι η Ιστορία. Στα χρόνια που τους περιμένουν η Κασσιανή θα υποχρεωθεί να επωμιστεί βάρη που δεν της έπρεπαν. Αντιμέτωπη μ’ ένα κράτος εχθρικό και μια κοινωνία ματωμένη, θα αισθανθεί συχνά ότι σταυρώνεται για λάθη εκείνου κι ότι το στεφάνι που κάποτε της φόρεσε είναι φτιαγμένο απ’ τον αγκαθωτό ασπάλαθο, που χρησιμοποιούν στον τόπο της για φράχτη ή για προσάναμμα. Στο κλειστοφοβικό σύμπαν του νέου κόσμου της θ’ αναγκαστεί ν’ απαρνηθεί ακόμη κι αυτή τη γυναικεία της υπόσταση, μέχρι τη μέρα που θα διαπιστώσει πως κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο. Μια επαρχιακή πόλη απ’ τη μεταξική Ελλάδα μέχρι τη μετεμφυλιακή της δεκαετίας του ’50. Ένα ζευγάρι παρασυρμένο απ’ τις μπόρες των καιρών. Ένα στεφάνι φτιαγμένο από ασπάλαθο.
Στη γειτονιά του ήλιου, μια γειτονιά που θα μπορούσε να είναι σε οποιαδήποτε πόλη, ζουν δέκα μικρά παιδιά - πέντε αγόρια και πέντε κορίτσια. Όλα μαζί παίζουν, μαλώνουν, φιλιώνουν, συμπαραστέκονται το ένα στο άλλο και δε διστάζουν ν' αντιδράσουν ομαδικά, όταν κάτι τους φαίνεται άδικο. Μέσα απ' το παιχνίδι μαθαίνουν πράγματα καθημερινά, αλλά και έννοιες σημαντικότερες, όπως η αξία της φιλίας, η σημασία του περιβάλλοντος, οι καλές ανθρώπινες σχέσεις και η αληθινή αγάπη.
Άκουσα σειρήνες να ουρλιάζουν. Το φώτα τους με τύφλωσαν. Περιπολικά σταμάτησαν απότομα κοντά μου. Τα φρένα τους στρίγκλισαν. Προσπάθησα να βρω μια διέξοδο, να ξεφύγω. Άρχισα να τρέχω. Προς το πουθενά, προς το σκοτάδι. Έστριψα σε ένα στενό, δίπλα στο ξενοδοχείο. Και συνέχισα να τρέχω. Όταν πίστεψα πως τα είχα καταφέρει, όταν σταμάτησα να πάρω μια ανάσα, κάποιος με άρπαξε άγρια από το μπράτσο. «Αστυνομία! Ψηλά τα χέρια! Συλλαμβάνεσαι!» μου φώναξε. Γύρισα προς το μέρος του αλαφιασμένη. Ήταν ο Νικόλας! Ο άντρας που αγαπούσα. Ο άντρας που μου είχε ζητήσει να γίνω γυναίκα του. Κρατούσε στο χέρι του ένα πιστόλι. Και με σημάδευε. Η Βαλέρια είναι κλέφτρα. Ένας θηλυκός Ρομπέν των Δασών. Ο Νικόλας είναι αστυνομικός. Ανάμεσά τους φουντώνει ένας έρωτας φωτιά∙ σε ένα μυθιστόρημα γεμάτο ανατροπές που χορεύει πεντοζάλι, ανάμεσα στην αλήθεια και τη φαντασία, στο παρόν και το παρελθόν∙ στον έρωτα μιας Κρητικοπούλας κι ενός Γερμανού, στα χρόνια του πολέμου. Και ταξιδεύει με το Οριάν Εξπρές της καρδιάς μας στην αγκαλιά του ήλιου. Γιατί τη ζωή μας τη ζούμε στις πιο μικρές ευτυχισμένες μας στιγμές. Και γιατί αξίζει να γίνουμε ήλιοι για να φωτίσουμε τους σβησμένους ήλιους των άλλων…