Λογοτεχνικά Βιβλία & Δοκίμια
(475)- Εμφάνιση
- 18
- 36
Ένα επικό και βαθιά συγκινητικό μυθιστόρημα για τη δύναμη αλλά και το τίμημα της αγάπης από τον βραβευμένο με Man Booker International Νταβίντ Γκρόσμαν. Σ’ ένα κιμπούτς στο Ισραήλ το 2008, μια πολυμελής αλλά δεμένη οικογένεια γιορτάζει τα ενενηκοστά γενέθλια της λατρεμένης γιαγιάς Βέρα, που είναι η κεφαλή της. Ωστόσο οι εορτασμοί σημαδεύονται από την άφιξη της Νίνα, της δυναμικής κόρης που απέρριψε τη φροντίδα της Βέρα και εγκατέλειψε τη δική της θυγατέρα, την Γκίλι, όταν ήταν ακόμη μωρό. Η επιστροφή της Νίνα στους κόλπους της οικογένειας ύστερα από χρόνια σιωπής θα σταθεί η αφορμή για να πραγματοποιηθεί ένα επικό ταξίδι από το Ισραήλ στο εγκαταλειμμένο νησάκι Γκόλι Ότοκ, κοντά στις ακτές της Κροατίας. Εκεί, πριν από πέντε δεκαετίες, η Βέρα είχε φυλακιστεί και βασανιστεί ως πολιτική κρατούμενη. Και εκεί είναι που οι τρεις γυναίκες θα συμφιλιωθούν με το τρομερό ηθικό δίλημμα που αντιμετώπισε η Βέρα και που άλλαξε για πάντα τη ζωή τους. Ένα μυθιστόρημα με κινητήρια δύναμη την πίστη στην ανθρωπιά ακόμα και στις σκοτεινότερες στιγμές μας, που μας καλεί να αναμετρηθούμε με τις βαθιά ριζωμένες πεποιθήσεις μας για το ποιο είναι το καθήκον μιας γυναίκας απέναντι στον εαυτό της και απέναντι στα παιδιά της.
Η ηλικιωμένη μητέρα της Άννας πεθαίνει. Καταδικασμένη από τον οίκτο των παιδιών της να υποβάλλεται σε ολοένα και πιο απέλπιδες ιατρικές παρεμβάσεις, στρέφει την προσοχή της στο παράθυρο του νοσοκομειακού θαλάμου και δραπετεύει στα οράματά της. Όταν το δάχτυλο της Άννας εξαφανίζεται και, λίγους μήνες αργότερα, το γόνατό της έχει την ίδια τύχη, η Άννα νιώθει κι η ίδια την έλξη του παραθύρου. Αρχίζει να διαπιστώνει ότι παντού γύρω της άνθρωποι επίσης εξαφανίζονται, αλλά κανείς άλλος δεν το προσέχει. Το μόνο που μπορεί να κάνει η Άννα είναι να κρατήσει τη μητέρα της στη ζωή. Ωστόσο, το παράθυρο ολοένα και ανοίγει, τραβώντας την Άννα και τον αναγνώστη ακόμα βαθύτερα σε μια υπέροχη κι απόκοσμη ιστορία για τη θλίψη και το τυχαίο, για την απώλεια και την αγάπη, καθώς και για τους παπαγάλους με την πορτοκαλιά κοιλιά. Σαν μια θύελλα από αποκαΐδια μετά την έκρηξη του ηφαιστείου, εν μέρει ελεγεία, εν μέρει όνειρο, εν μέρει όραμα ελπίδα, το μυθιστόρημα Η ζωντανή θάλασσα που ονειρευόταν ξύπνια χαρακτηρίστηκε ήδη από τις πρώτες μέρες της έκδοσής του ως ένα από τα σημαντικότερα έργα του κορυφαίου Τασμανού συγγραφέα.
Για τον αριστοκράτη δανδή Αντρέα Σπερέλι, στη Ρώμη του τέλους του 19ου αιώνα, η πιο όμορφη γυναίκα είναι πάντοτε η επόμενη. Όπως όμως γίνεται με όλους τους ηδονοθήρες, κάποτε βρίσκει και ο Αντρέα τον δάσκαλό του. Μονάχα που στην περίπτωσή του δεν είναι μία γυναίκα αλλά δύο: η Έλενα Μούτι και η Μαρία Φέρες, αμφότερες σύζυγοι άλλων ανδρών. Διχασμένος ανάμεσα στα δύο αυτά πρόσωπα που κεντρίζουν την καρδιά και το σώμα του, και παρά τη σωρεία άλλων επτά γυναικών που παράλληλα παρελαύνουν στη ζωή του, ο Αντρέα φτάνει ως το κατώφλι του θανάτου για να συνειδητοποιήσει ότι τις επιθυμεί και τις δύο πάρα πολύ. Μήπως όμως έτσι τις χάσει και τις δύο και άρα χάσει τα πάντα; Το εμβληματικό αυτό μυθιστόρημα του Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο ανατέμνει τον κόσμο της αλόγιστης, τυφλής επιθυμίας, της ακόρεστης δίψας για ερωτικές κατακτήσεις, όπου όμως το πρόσωπο του πόθου σχεδόν δεν έχει καν πρόσωπο: το αντικείμενο του πόθου είναι ο ίδιος ο πόθος και το ξόδεμα του εαυτού έχει ως τίμημα μια γεμάτη αγκάθια μοναξιά. Με το απαράμιλλο, πληθωρικό ύφος του ο Ιταλός συγγραφέας σκιαγραφεί στην Ηδονή τον εστέτ χαρακτήρα που αναζητά το ωραίο χάριν του ωραίου, γιορτάζοντας μια παρακμή που είναι την ίδια στιγμή μια γιορτή της ζωής και του θανάτου. Στην παρούσα έκδοση, σε νέα μετάφραση, εκτός από το προλογικό σημείωμα της μεταφράστριας Δήμητρας Δότση, περιλαμβάνονται ένα εισαγωγικό κείμενο του διευθυντή σειράς Ηλία Μαγκλίνη, καθώς και επίμετρο με αποσπάσματα ενός δοκιμίου πάνω στο έργο του Ντ’ Ανούντσιο από τον κορυφαίο κλασικό συγγραφέα Χένρι Τζέιμς.
Η Δημοκρατία της Γαλαάδ προσφέρει στην Τουφρέντ μόνο μία επιλογή: την αναπαραγωγή. Αν παρεκκλίνει απ' τον σκοπό της, θα καταλήξει, όπως όλοι οι αντιφρονούντες, κρεμασμένη στο Τείχος, ή θα σταλεί στις Αποικίες, όπου θα βρει αργό και μαρτυρικό θάνατο από ραδιενέργεια. Αλλά ακόμα κι ένα απολυταρχικό καθεστώς δεν μπορεί να αφανίσει τον πόθο – ούτε της Τουφρέντ ούτε και των δύο ανδρών απ' τους οποίους κρέμεται η μοίρα της. Μια μεγαλοφυής, συγκλονιστική δυστοπία για το κακό που παραμονεύει στην ανθρώπινη φύση, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΔΑΣ διαβάζεται και σαν σκοτεινό χρονικό μιας εναλλακτικής πραγματικότητας ή σαν σπαραχτική μαρτυρία για τη θέση της γυναίκας στον σύγχρονο κόσμο.
Ο Μάξιμος γεννιέται σε ένα χωριό της ορεινής Κορινθίας. Η αδυναμία που του δείχνει ο πατέρας του προκαλεί τη ζήλια και τελικά το μίσος του μεγαλύτερου αδελφού του απέναντί του. Η ζωή θα τα φέρει έτσι, που τα δυο αδέλφια μεγαλώνοντας, θα χαθούν ο ένας από τη ζωή του άλλου. Ο Μάξιμος θα διαμορφώσει έναν τίμιο και ακέραιο χαρακτήρα, στηρίζοντας τους γονείς του στο χωριό, αλλά η ζωή θα του δείξει το σκληρό της πρόσωπο και σύντομα οι απώλειες που θα βιώσει θα τον μεταμορφώσουν σε σκληρό βράχο. Όταν μερικά χρόνια αργότερα γνωρίζει τη Σαβίνα, η καρδιά του θα ζωντανέψει και πάλι. Όμως εκεί που οι πληγές του παρελθόντος δείχνουν να έχουν επουλωθεί, η επιστροφή του άσωτου αδελφού του θα ανατρέψει για ακόμα μια φορά όλες τις ισορροπίες στη ζωή του. Έπειτα από τόσα χτυπήματα θα καταφέρει τελικά ο Μάξιμος να μείνει πιστός στα λόγια του αγαπημένου του παππού, που τον στοιχειώνουν μια ζωή; «Ποτέ να μην αδικήσεις κανέναν άνθρωπο. Η αδικία είναι ό,τι χειρότερο στη ζωή, αγόρι μου. Και να πληγωθείς και να πονέσεις, πόνο μη δώσεις. Και ν’ αδικηθείς, μην αδικήσεις. Να είσαι ταπεινός. Την καρδιά σου βράχο να κάνεις αν χρειαστεί, μα στην αδικία μην παραδοθείς...»
Στο πρώτο μυθιστόρημά του μετά τη βράβευσή του με το Νομπέλ (2017), ο Καζούο Ισιγκούρο αφηγείται την ιστορία της Κλάρας, μιας Τεχνητής Φίλης με εκπληκτική παρατηρητικότητα και ιδιαίτερη ευαισθησία, η οποία από τη θέση της στο κατάστημα, όπου πωλείται, παρακολουθεί με προσοχή τη συμπεριφορά όσων έρχονται για να ρίξουν μια ματιά, αλλά και όσων περνούν απ’ έξω, στον δρόμο. Και ελπίζει πως σύντομα κάποιος θα τη διαλέξει. Ένα βαθιά συγκινητικό βιβλίο που μας προσφέρει μια μοναδική άποψη του διαρκώς μεταβαλλόμενου κόσμου μας μέσα από τα μάτια μιας αξέχαστης αφηγήτριας. Η αριστοτεχνικά συγκρατημένη πρόζα του Ισιγκούρο ενισχύει τη συναισθηματική δύναμη και τη σπάνια τρυφερότητα του κειμένου, που διερευνά το πλέον θεμελιώδες ερώτημα: Τι σημαίνει στ’ αλήθεια ν’ αγαπάς;
…ΚΑΙ ΚΑΘΩΣ ΦΕΥΓΕΙ ΟΛΟΤΑΧΩΣ Η ΝΕΚΡΟΦΟΡΑ, Ο ΦΩΝΤΑΣ, Η ΠΕΤΣΕΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟΝ ΩΜΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟ ΞΥΡΑΦΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΙΝΕΛΟ, ΤΡΕΧΕΙ, ΤΡΕΧΕΙ Ο ΦΩΝΤΑΣ ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙ ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΑ, ΦΩΝΑΖΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΚΛΑΙΓΟΝΤΑΣ, ΚΛΑΙΓΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΦΩΝΑΖΟΝΤΑΣ: «ΤΗΝ ΚΟΝΤΡΑ, ΓΙΩΡΓΗ ΜΟΥ… ΝΑ ΜΕ ΣΥΓΧΩΡΕΙΣ, ΓΙΩΡΓΗ ΜΟΥ, ΜΕ ΠΗΡΕ Η ΩΡΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑ ΝΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΩΣΩ, ΓΙΩΡΓΗ ΜΟΥ… ΕΚΕΙ ΣΤΗ ΛΑΚΚΟΥΒΙΤΣΑ, ΓΙΩΡΓΗ ΜΟΥ… ΤΗ ΛΑΚΟΥΒΙΤΣΑ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ, ΓΙΩΡΓΗ ΜΟΥ…»
Ένα παράξενο παιχνίδι κληρονομικότητας διαλύει μια οικογένεια, με ολέθριες συνέπειες. Η Λευκή, το αθώο θύμα των ξεχασμένων στην οικογένεια γονιδίων, ζει μια ζωή χωρίς στοργή και αγάπη από τον πατέρα της, ώσπου ένα απόγευμα άθελά της μαθαίνει μια τρομερή αλήθεια. Συγκλονισμένη από το οικογενειακό μυστικό, το ίδιο βράδυ εγκαταλείπει το μικρό χωριό και την ασφάλεια του σπιτιού της, επιχειρώντας να ξεφύγει από τη μοίρα της. Το κοριτσάκι, νιώθοντας το ασυνήθιστο κληρονομικό χαρακτηριστικό να τη βαραίνει, επιχειρεί να δώσει τέλος στην ύπαρξή της στα νερά της θάλασσας. Σώζεται από ένα ζευγάρι τουριστών, που την παίρνουν μαζί τους, και η ζωή της πια αλλάζει ολοκληρωτικά. Χρόνια αργότερα, επαγγελματικές υποχρεώσεις τη φέρνουν στην Ελλάδα. Οι αναμνήσεις της παιδικής της ηλικίας ξυπνούν, και η Λευκή αποφασίζει να σηκώσει το πέπλο μυστηρίου που καλύπτει τη γέννησή της. Οι αποκαλύψεις σοκάρουν και πονάνε. Υπάρχουν όμως ερωτήματα που ακόμα τη βασανίζουν, και τις απαντήσεις μπορεί να τις δώσει μόνο ο πατέρας της, από τον οποίο το έσκασε στα δώδεκά της. Ο παιδικός φόβος ξαναγυρίζει, αλλά η επιθυμία να μάθει είναι εντονότερη. Άραγε θα βρει τη δύναμη, έπειτα από τόσα τραγικά γεγονότα που άλλαξαν τρεις ζωές, να τον συγχωρήσει; Ή μήπως η ώρα της συγγνώμης δε θα φτάσει ποτέ;
Μία μέρα πριν φύγει από τη ζωή η μητέρα της, η Ρεμπέκα μαθαίνει κάτι που ανατρέπει όλα τα μέχρι τότε δεδομένα της. Το ότι έχει μια οικογένεια, την οποία έως εκείνη τη στιγμή αγνοούσε, ξυπνάει μέσα της την ανάγκη να ανήκει κάπου. Ξεκινά λοιπόν ένα οδοιπορικό αυτογνωσίας. Το ταξίδι στην Κορνουάλη, στο αρχοντικό του παππού της, τη φέρνει αντιμέτωπη με άγνωστους ανθρώπους και με σχέσεις διαλυμένες από τα πάθη και την απληστία. Μόνο ο αινιγματικός Τζος Γκάρντνερ, ο οποίος φαίνεται να είναι η αδυναμία του παππού της, μπορεί να τη βοηθήσει να καταλάβει τι κρύβεται πίσω από τη δυσερμήνευτη στάση των συγγενών της. Η Ρεμπέκα έχει μπροστά της ένα οικογενειακό μυστήριο. Θα μπορέσει άραγε να το ξεδιαλύνει; Θα καταφέρει στο τέλος να βρει το κλειδί και να ανοίξει την πόρτα που θα την οδηγήσει στην ευτυχία; Αυτή τη φορά, η διήγηση της Πίλτσερ μάς ταξιδεύει από το Λονδίνο μέχρι την Κορνουάλη και την Ίμπιζα. Μια ιστορία καθημερινή, αλλά και αποκαλυπτική. Μια ιστορία που θα μπορούσε να είναι σημερινή…
Ένας άντρας αυτοεξορίζεται σε ένα μακρινό νησί ύστερα από έναν δύσκολο ερωτικό χωρισμό. Θα παλέψει ανάμεσα στην αγάπη και στο μίσος που συνιστούν τον έρωτα, μήπως λυτρωθεί από τον πόνο και τη σύγχυση. Θα γράψει αυτές τις δεκαοχτώ, ανεπίδοτες εντέλει, επιστολές προς τη γυναίκα που έχασε, σαν ημερολόγια της εσωτερικής ζωής του. Θα της λέει: «Το πάθος είναι πιο σπουδαίο απ’ το θαύμα», σου διάβαζα από ένα παλιό βιβλίο κάποτε, την ώρα που εσύ έβγαζες τα φρύδια σου μπροστά σ’ ένα μεγεθυντικό καθρεφτάκι. Δεν είναι εκμηδένιση η ταπείνωση. Η εκμηδένιση σε κατεβάζει στο τίποτα ενώ η ταπείνωση σ’ ανεβάζει στο παν. Πώς να την καταφέρουμε όμως εμείς, αγάπη μου, που από έπαρση είμαστε χτισμένοι; Δεν πετυχαίνεται εύκολα, γι’ αυτό υποφέρουμε. Κι απ’ τον πολύ τον πόνο, κι απ’ την πολλή την τυραννία αρχίζουμε, για την αυτοσυντήρησή μας, να υποψιαζόμαστε με την υποψία της καρδιάς, κι αρχίζει λίγο λίγο να φέγγει.
Σεπτέμβρης του '22. Η νεαρή Αντριανή καταφτάνει στη Σαλονίκη μαζί με το υπόλοιπο ανθρώπινο κοπάδι των προσφύγων. Πεντάρφανη και ολομόναχη, με δυο μάτια πράσινα, μαγικά σαν τα βοτάνια της, θα βρει στήριγμα σε μια καλοκάγαθη ηλικιωμένη Πόντια. Στο ξεδίπλωμα του χρόνου, με τις ανταλλαγές των πληθυσμών, θα εγκατασταθεί σ' ένα μουσουλμανικό χωριό της Μακεδονίας. Εκεί, ανάμεσα σε ανθρώπους πονεμένους που μιλούν ελληνικά, τουρκικά, ποντιακά κι αρμένικα, και που προσπαθούν να στηρίξουν τις ψυχές και τις ζωές τους, η Αντριανή θα αποθέσει την ευτυχία της στα χέρια του ρωμαλέου Άρη με την ηράκλεια δύναμη. Θα προκαλέσει τη μοίρα φορώντας ένα μαύρο φόρεμα για νυφικό. Κι αυτή θα δεχτεί την πρόκληση… Σε μια Ελλάδα που ανεμοδέρνεται στις θύελλες του εικοστού αιώνα, μια γυναίκα τολμά να ορθώσει το ανάστημά της απέναντι σε μια κοινωνία, όπου τον πρώτο λόγο έχει ο άντρας και η πεθερά, για να αναδειχτεί πληγωμένη αλλά νικήτρια.
Είναι πραγματικά πολύ επικίνδυνο να πιστεύουμε τι λέει ο κόσμος. Εγώ έχω πάψει να το κάνω εδώ και χρόνια. Η νιόπαντρη Γκουέντα νόμιζε ότι αυτή η μικρή βίλα μπροστά στη θάλασσα ήταν το σπίτι των ονείρων της. Από τη στιγμή που μετακόμισε εκεί, όμως, περίεργα πράγματα άρχισαν να συμβαίνουν. Όσο περίμενε τον άντρα της να έρθει στην Αγγλία προσπάθησε να ανακαινίσει το σπίτι, αλλά ένιωθε συνέχεια σαν να σκάλιζε ένα σκοτεινό παρελθόν. Και ήταν αδύνατον να ελέγξει τον παράλογο τρόμο της κάθε φορά που ανέβαινε τη σκάλα για τον πάνω όροφο… Απελπισμένη, κατέφυγε στη μις Μαρπλ. Περίμενε πως θα τη βοηθούσε να ξορκίσει τους φόβους της, όχι να εξιχνιάσει ένα παλιό, «τέλειο» έγκλημα…
«Τι διαφορά έχει η πενθερά από την πεθερά»; «Καμία!» «Τότε προς τι αυτό το παραπανίσιο νι;» «Δεν ξέρω. Κατά μία εκδοχή, η λέξη προέρχεται από τη σύνθεση των όρων πένθος και έρως και υποδηλώνει τον θάνατο του έρωτα». «Μεγαλειώδες! Πενθερά: ο θάνατος του έρωτα!» Δύο ηλικιωμένες γυναίκες δέχονται δολοφονική επίθεση την ίδια μέρα και ώρα, σε δύο διαφορετικές πόλεις της Ελλάδας. Άγνωστες μεταξύ τους, τις ενώνει ένα αόρατο νήμα: είναι πεθερές που αντιπαθούν τις νύφες τους. Η Αγορίτσα, μια σκληρή Μανιάτισσα από το Οίτυλο, βλέπει τα όνειρά της να γκρεμίζονται όταν ο γιος της, ο δικηγόρος Σαράντος Πιερόγιαννης, παντρεύεται με μια χειρουργό, αφοσιωμένη στην καριέρα της. Η Μόσχω, μια καλοκάγαθη Πόντια από την Καλαμαριά, ζει κάτω από την ίδια στέγη με τον μοναχογιό της, τον οδηγό νταλίκας Ηρακλή Τερκενλεκίδη, και την καλλονή σύζυγό του. Δύο πεθερές, που κάποιοι τις θέλουν νεκρές. Δύο νύφες, που εύχονται να είχαν ορφανούς συζύγους. Δύο γιοι, που συνθλίβονται στις συμπληγάδες της μητρικής αγάπης και του έρωτα. Οικογενειακές συνωμοσίες και μιαρά μυστικά. Άγραφοι νόμοι κι αγδίκιωτα αισθήματα. Κι ένας γρίφος-φωτιά: η πεθερά σκότωσε τον έρωτα ή ο έρωτας την πεθερά; Ένα κοινωνικό-αστυνομικό μυθιστόρημα που επιχειρεί να ρίξει φως σε ένα διαχρονικό στερεότυπο της ελληνικής κοινωνίας: υπάρχουν πεθερές-αράχνες ή πρόκειται για ένα άλλοθι των ζευγαριών που δεν καταφέρνουν να κατακτήσουν το «για πάντα»;
Είναι αδύνατο να εξαπατήσεις τον Ηρακλή Πουαρό. Ένα σπίτι στην αγγλική εξοχή φαντάζει το ιδανικό μέρος για να περάσει κάποιος ήρεμα Χριστούγεννα – αλλά τα πράγματα δεν είναι ποτέ τόσο απλά όταν πρόκειται για τον Ηρακλή Πουαρό, ο οποίος θα κληθεί να λύσει όχι μία αλλά πέντε περίπλοκες υποθέσεις σε κλίμα… εορταστικό. Για αρχή βρίσκει μια δυσοίωνη προειδοποίηση στο μαξιλάρι του, ότι θα πρέπει να αποφύγει την πουτίγκα δαμάσκηνο· ύστερα ανακαλύπτει ένα πτώμα στην κασέλα· στη συνέχεια ένας καβγάς οδηγεί σε φόνο. Και σαν να μην έφταναν αυτά, οι διατροφικές συνήθειες ενός νεκρού γίνονται το επίκεντρο μιας παράξενης υπόθεσης, ενώ θα πρέπει να λύσει τον γρίφο του άντρα που ονειρευόταν την αυτοκτονία του. Και ως χριστουγεννιάτικο δώρο: Η Μις μαρπλ ερευνά την υπόθεση στο Αρχοντικό των Γκρίνσο.
Ένας αρχιτέκτονας διαφεύγει από την πολιορκούμενη από τους Οθωμανούς Κωνσταντινούπολη με τα σχέδια για τη δημιουργία μιας μυθικής βιβλιοθήκης, που δε θα την αγγίζει η φθορά του χρόνου. Ένα αγόρι αποφασίζει να γίνει συγγραφέας, όταν ανακαλύπτει πως οι ιστορίες του τραβούν το ενδιαφέρον του όμορφου πλουσιοκόριτσου που του έχει κλέψει την καρδιά. Ένας παράξενος άντρας δελεάζει τον Θερβάντες να γράψει ένα μοναδικό βιβλίο, κι εκείνος νιώθει πως με κάθε του σελίδα θα παρατείνει τη ζωή της αγαπημένης του. Και ο λαμπρός Καταλανός αρχιτέκτονας Αντόνι Γκαουντί δέχεται απρόθυμα να επισκεφθεί τη Νέα Υόρκη, ένα ταξίδι που θα καθορίσει τη μοίρα ενός ανολοκλήρωτου αριστουργήματος. Αυτές είναι μερικές από τις έντεκα σαγηνευτικές ιστορίες που περιλαμβάνονται στην ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΧΝΙΑΣ. Εμπνευσμένες από το λογοτεχνικό σύμπαν της κοσμαγάπητης τετραλογίας Το Κοιμητήριο των Λησμονημένων Βιβλίων, οι ιστορίες αυτές συμπυκνώνουν τη μαγεία της γραφής του σπουδαίου δημιουργού.
«Δεν εκτιμάς τον πιστό σύζυγο που σου έτυχε», είπε ο Τόμι. «Όλες οι φίλες μου όλες λένε ότι ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις με τους άντρες», είπε η Τάπενς. «Λάθος φίλες έχεις», είπε ο Τόμι. Ο Τόμι και η Τάπενς Μπέρεσφορντ είναι πολύ περήφανοι που απέκτησαν ένα παλιό σπίτι στην αγγλική επαρχία. Μαζί με το ακίνητο όμως κληρονόμησαν και όλη τη σαβούρα που περιείχε, συμπεριλαμβανομένης μιας συλλογής παμπάλαιων βιβλίων. Ξεφυλλίζοντας ένα αντίτυπο του Μαύρου βέλους, η Τάπενς θα παρατηρήσει κάμποσες φαινομενικά τυχαίες υπογραμμίσεις. Ωστόσο, όταν σημειώνει σε ένα χαρτί τα αρχικά γράμματα των υπογραμμισμένων λέξεων, ένα ανησυχητικό μήνυμα σχηματίζεται: Η Μαίρη Τζόρνταν δεν πέθανε από φυσιολογικά αίτια… Και εξήντα χρόνια μετά τον πρώτο φόνο, οι εχθροί της Μαίρης Τζόρνταν εξακολουθούν να είναι έτοιμοι να σκοτώσουν.
Ο χαρισματικός αρχαιολόγος Τάσιο Ορτίθ ντε Θάρατε, καταδικασμένος για τα εγκλήματα που τρομοκράτησαν τη Βιτόρια πριν από δύο δεκαετίες, πρόκειται να βγει από τη φυλακή, όταν οι φόνοι ξαναρχίζουν. Στον Παλαιό Καθεδρικό ένα ζευγάρι εικοσάχρονων εντοπίζονται νεκροί. Είναι γυμνοί κι έχουν και οι δύο τσιμπήματα μελισσών στον λαιμό. Και δε θα είναι οι μόνοι. Ο νεαρός αστυνομικός Ουνάι Λόπεθ ντε Αγιάλα, ο «Κράκεν», όπως τον φωνάζουν όλοι, ειδικευμένος προφάιλερ, θέλει πάση θυσία να σταματήσει τους φόνους. Μια πρόσφατη προσωπική τραγωδία, όμως, τον εμποδίζει να τους δει ως άλλη μια υπόθεση. Οι μέθοδοί του δυσαρεστούν την Άλμπα, την επικεφαλής της έρευνας, με την οποία διατηρεί μια αμφιλεγόμενη σχέση. Και στο μεταξύ, ο χρόνος τρέχει εναντίον τους και η απειλή παραμονεύει σε κάθε γωνιά της πόλης. Ποια θα είναι τα επόμενα θύματα; Ένα καθηλωτικό, σκοτεινό θρίλερ, όπου θρύλοι, αρχαιολογία και οικογενειακά μυστικά συνθέτουν ένα πυκνό μυστήριο. Κι όπου ο μεγαλύτερος πρωταγωνιστής είναι η ίδια η Βιτόρια, η γοητευτική πρωτεύουσα της Χώρας των Βάσκων.
Κρυμμένο στην καρδιά της παλιάς πόλης της Βαρκελώνης βρίσκεται το Κοιμητήριο των Λησμονημένων Βιβλίων, μια λαβυρινθώδη βιβλιοθήκη με ξεχασμένους τίτλους που δεν εκδίδονται πια. Σ’ αυτή τη βιβλιοθήκη οδηγείται από τον πατέρα του ο δεκάχρονος Ντανιέλ για να επιλέξει ένα βιβλίο από τα ράφια. Διαλέγει τη Σκιά του ανέμου του Χουλιάν Καράξ. Καθώς ο Ντανιέλ μεγαλώνει, διάφοροι άνθρωποι φαίνεται να ενδιαφέρονται για το εύρημά του. Μια νύχτα, ενώ περιπλανιέται στους δρόμους, τον πλησιάζει μια φιγούρα που του θυμίζει έναν ήρωα από τη Σκιά του ανέμου. Ο άντρας αυτός προσπαθεί να εντοπίσει όλα τα έργα του Καράξ για να τα κάψει. Αυτό που αρχίζει ως μια υπόθεση λογοτεχνικής περιέργειας εξελίσσεται σε έναν αγώνα για την ανακάλυψη της αλήθειας πίσω από τη ζωή και το θάνατο του Χουλιάν Καράξ. Ένα βιβλίο-σταθμός, μια γοητευτική εξερεύνηση της εμμονής στη λογοτεχνία και στον έρωτα.