Δώρα για Δασκάλα
(1813)- Εμφάνιση
- 18
- 36
Ο Πάμπλο είναι σπάνιο ταλέντο στη ζωγραφική, κάτι που ο ίδιος το γνωρίζει πολύ καλά. Ωστόσο, το μεγάλο του όνειρο να γίνει διάσημος ζωγράφος προσκρούει στην επιθυμία του πατέρα του. Καθώς πρόκειται να λάβει μέρος σε έναν μεγάλο διαγωνισμό στο κορυφαίο πανεπιστήμιο Καλών Τεχνών της πόλης και ενώ είναι άρρωστος, ένας έντονος καβγάς με τον πατέρα του έχει τραγική κατάληξη. Ο Πάμπλο παθαίνει παροδική αμνησία. Τότε αναγκάζεται να έρθει αντιμέτωπος με αλήθειες και γεγονότα που αγνοούσε, αλλά και να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό του μέσα από τις αναμνήσεις του. Η ιστορία –μια μυθοπλαστική ματιά στην εφηβική ηλικία του σπουδαίου ζωγράφου Πάμπλο Πικάσο– θα συγκινήσει και θα εμπνεύσει όλα τα παιδιά που κυνηγούν τα όνειρά τους!
Διάβασε την ιστορία της Γέννησης του Χριστού. Ξεδίπλωσε τα τρισδιάστατα σκηνικά του βιβλίου και παίξε µε τις τέσσερις φιγούρες!
«Δεν έχω ανάγκη να σκύψω και να μετρήσω τα αποτυπώματα των υποδημάτων, να μαζέψω τις γόπες των τσιγάρων και να εξετάσω τα τσακισμένα γρασίδια. Μου αρκεί να καθίσω στην καρέκλα μου και να σκεφτώ». Δεκαπέντε χρόνια πριν, η όμορφη Κάρολαϊν Κρέιλ καταδικάστηκε για τον φόνο του συζύγου της. Τώρα η κόρη της αναθέτει στον Πουαρό να αποκαταστήσει τη μνήμη της. Υπήρχαν ακόμη πέντε ύποπτοι και όσο το σκέφτεται ο Πουαρό τόσο επανέρχεται στο μυαλό του εκείνο το παιδικό τραγουδάκι με τα πέντε γουρουνάκια – το ένα πήγε στην αγορά, το άλλο στο σπίτι κλείστηκε καλά, και πάει λέγοντας. Κάποιο από τα πέντε γουρουνάκια, όμως, ίσως έκανε έναν φόνο και μένει ακόμη ατιμώρητο. Αν είναι έτσι, όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει, όσα αποδεικτικά στοιχεία κι αν έχουν καταστραφεί, ο δαιμόνιος ντετέκτιβ θα το βρει, βάζοντας τη λογική του να δουλέψει…
Ένας σταχτής σκύλος με μια λευκή τούφα στο κούτελο όρμησε στα κακοτράχαλα στενοσόκακα της αγοράς την πρώτη Κυριακή του Δεκεμβρίου. Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, στην Καρνταχένα ντε Ίντιας, ένα λυσσασμένο σκυλί δαγκώνει στον αστράγαλο ένα λευκό κορίτσι, τη Σιέρβα Μαρία. Πρόκειται για την κόρη του μαρκησίου του Κασαλντουέρο, που έχει μεγαλώσει στα παραπήγματα των σκλάβων του αρχοντικού, μιλάει τις γλώσσες τους και συμπεριφέρεται όπως εκείνοι. Το κορίτσι πέφτει στα νύχια της Ιεράς Εξέτασης. Ο νεαρός ιερωμένος ερευνητής Καγετάνο Ντελάουρα αναλαμβάνει να διαπιστώσει αν η κοπέλα διακατέχεται πράγματι από δαιμόνια, και αναπόφευκτα καταλαμβάνεται ο ίδιος από το δαιμόνιο του έρωτα για κείνη. Το δουλεμπόριο, τα φέουδα, η εκκλησιαστική παντοδυναμία, η ελευθεριότητα και ο διονυσιασμός του έρωτα, οι κυνηγημένοι Εβραίοι διανοούμενοι, η ιατρική της εποχής, οι δεισιδαιμονίες και οι εξορκισμοί πρωταγωνιστούν σ’ αυτό το χρονικό της συνάντησης δυο ανθρώπων που αγαπήθηκαν βαθιά.
Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς. Στο δάσος τα ζωάκια συζητούν. «Θα μας φέρει δώρα ο Αϊ-Βασίλης;» αναρωτιέται το Ποντικάκι. «Όχι βέβαια!» φωνάζει ο Ασβός. «Ο Αϊ-Βασίλης δεν ξέρει καν ότι είμαστε εδώ». Ο έξυπνος Αρκούδος, όμως, έχει ένα σχέδιο. «Πρέπει μόνο να έχουμε πίστη!» τους λέει. Τελικά, θα έρθει ο Αϊ-Βασίλης;
Η «ποίηση σήμερα» αποτελείται από μη διασταυρωμένες φήμες, από ανυπόστατες διαδόσεις, από άχρηστες (για το μεγάλο κοινό) πληροφορίες, από κιτρινίζοντα χειρόγραφα που τα είδε ο ήλιος και αλλοιώθηκαν, από ήχους γεμάτους παρηχήσεις και μισοτελειωμένες φράσεις. Κι όμως διατηρεί μια κομψότητα στο ύφος, μια ισορροπία στη μορφή, μια άνετη και αδιάκοπη ροή νερού από πηγή. Γιατί αυτές οι αντιθέσεις στο παρουσιαστικό και στα νοήματα; Από τη μια το παιχνίδι, η ειρωνεία, ο σαρκασμός, και από την άλλη η νοσταλγία για ένα αναπότρεπτο παρελθόν, που όλο τ’ αλλάζουμε να μας ικανοποιεί καλύτερα, ενώ ήταν γεμάτο από χαμένες ευκαιρίες, ανολοκλήρωτους πόθους και αποτυχημένες προσπάθειες, που επισκίαζαν τις λίγες ωραίες λαμπερές στιγμές ολοκλήρωσης. Γι’ αυτό η «ποίηση σήμερα» είναι μεταξύ άλλων ένα «πικρό καρναβάλι».
Μιλ Πoντ Βίλατζ, Όρεγκον Δυτικής Αμερικής, 1975 Ο σαρανταεξάχρονος Τζορτζ Φίσερ, ένας αγνός ταχυδρομικός υπάλληλος που ζει στο πατρικό του, πιστεύει πως είναι ένας ευτυχισμένος οικογενειάρχης. Λατρεύει τους δύο γιους τους, τον Νάθαν και τον Σαμ, όπως και τη γυναίκα του, Λόρα. Ο Τζορτζ έχει μια δίδυμη αδελφή, την Ντόροθι, που εδώ και είκοσι οκτώ χρόνια, ζει στη Νέα Υόρκη και είναι διάσημη ηθοποιός θεάτρου. Η Ντόροθι δεν έχει παντρευτεί ποτέ, ούτε έχει παιδιά, και λόγω πολλαπλών υποχρεώσεων και φόρτου εργασίας, δεν έχει καν τον χρόνο να επισκέπτεται την οικογένεια του αδελφού της. Εκείνος όμως την αγαπά, τη θαυμάζει για όσα έχει πετύχει στη ζωή της και νιώθει πάντα δεμένος μαζί της όπως τότε που ήταν παιδιά. Όταν η Ντόροθι, κουρασμένη από την έντονη κοινωνική και επαγγελματική ζωή της, αποφασίζει να επιστρέψει στη μικρή επαρχιακή πόλη και στο πατρικό της για να ξεκουραστεί και να εισπράξει αγάπη δίπλα στην οικογένεια του αδελφού της, διαπιστώνει πως, ενώ όλος ο κόσμος τη λατρεύει και τη θαυμάζει ως μεγάλη ηθοποιό, η Λόρα είναι απροκάλυπτα ψυχρή μαζί της και οι δύο ανιψιοί της, που τους έχει βοηθήσει οικονομικά, της φέρονται περιφρονητικά. Πέρα από αυτό, διαπιστώνει πως ο αδελφός της πίνει πολύ και αιτία είναι η γυναίκα του. Αυτό τη φέρνει αντιμέτωπη με αλήθειες που θέλει να παραμείνουν στο παρασκήνιο… Ως πότε όμως;
Ο τόμος «Ποίηση 2000-2017» του Γιάννη Καλπούζου περιλαμβάνει σε επανέκδοση τις συλλογές: «Έρωτας νυν και αεί» και «Το παραμιλητό των σκοτεινών Θεών», επιλεγμένα και επιμελημένα ποιήματα από τη συλλογή «Το νερό των ονείρων», καθώς και 43 νέα ποιήματα ως ξεχωριστή ενότητα με τίτλο «Νυχτέρι». Η συλλογή «Έρωτας νυν και αεί» ήταν υποψήφια στη βραχεία λίστα για το κρατικό βραβείο ποίησης 2008.
H Ισμήνη είναι δώδεκα χρόνων και πάσχει από έλλειψη… ονείρου. Όταν οι μεγάλοι τη ρωτούν τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει, εκείνη τους κοιτάζει σαν εξωγήινος. Πάσχει και από έλλειψη σιδήρου, αλλά αυτό διορθώνεται, όπως είπε και ο γιατρός – αρκεί να παίρνει ένα ροζ χαπάκι κάθε πρωί. Η έλλειψη ονείρου, όμως, πώς διορθώνεται; Σε έναν κόσμο όπου όλοι έχουν το δικό τους όνειρο, εκείνη θέλει να είναι απλώς ευτυχισμένη. Μέχρι που μια συνηθισμένη βόλτα στη γειτονιά με τον σκύλο της θα ανατρέψει τα πάντα!
Η Έλλη, μια ωραία, μοντέρνα γυναίκα, κουρασμένη και απογοητευμένη από μια πολύχρονη σχέση που δεν οδηγεί πουθενά, χωρίζει και αποφασίζει να φύγει για καλοκαιρινές διακοπές με την καλύτερή της φίλη. Ένα βράδυ, σε ένα μπαράκι του νησιού όπου έχουν πάει, γοητεύεται από την παρουσία ενός εντυπωσιακού μα συνάμα πολύ σοβαρού νέου άντρα. Όταν όμως γνωρίζονται και αρχίζουν να κάνουν παρέα, σύντομα αντιλαμβάνεται πως ο Αλέξανδρος προτιμά τους άντρες για ερωτικούς συντρόφους∙ έτσι αναπτύσσεται μεταξύ τους μια φιλία, που συνεχίζεται και μετά το τέλος τον διακοπών. Παρότι οι ερωτικές προτιμήσεις του Αλέξανδρου είναι διαφορετικές, ανάμεσά τους γεννιέται μια περίεργη έλξη, που έπειτα από πολύ καιρό τούς οδηγεί σε μια θυελλώδη βραδιά. Από εκείνη τη στιγμή η συμπεριφορά του αλλάζει και αρχίζει να την αποφεύγει. Όμως δεν μόνο η συμπεριφορά του που κάνει την Έλλη να ανησυχήσει, αλλά κάτι άλλο, πολύ πιο σοκαριστικό. Εκείνη πίστευε πως μεταξύ τους δεν υπήρχαν μυστικά, ωστόσο ο Αλέξανδρος της κρύβει αυτό που θα αλλάξει ολοκληρωτικά τη ζωή του αλλά και τη δική της για πάντα. Οι κοινωνικοί κανόνες έχουν τα δικά τους αυστηρά χρώματα και αδυνατούν να συμπορευτούν με φανταχτερά χρώματα, όσα όμορφα κι αν είναι. Όμως είναι κι αυτά χρώματα της Φύσης…
Είναι δυνατόν τα ρόλεϊ, οι κορσέδες, η βαζελίνη και μια σειρά πέρλες να κάνουν ένα ντροπαλό κορίτσι να βγει από το καβούκι του; Η Μάγια Βαν Γουάγκενεν πρόκειται να το μάθει πολύ σύντομα. Η Μάγια δεν ήταν ποτέ δημοφιλής. Μάλλον ανήκε κάπου στον πάτο της κοινωνικής ιεραρχίας, «στο χαμηλότερο επίπεδο ανθρώπων στο σχολείο που δεν πληρώνονται για να είναι εκεί». Προτού ξεκινήσει την Τρίτη Γυμνασίου, όμως, αποφασίζει να κάνει ένα διαφορετικό κοινωνικό πείραμα: να ακολουθήσει για όλη τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς έναν οδηγό της δεκαετίας του ’50 με θέμα «Πώς να γίνεις δημοφιλής», γραμμένο από την Μπέτι Κορνέλ, πρώην έφηβο μοντέλο. Τα αποτελέσματα είναι ξεκαρδιστικά, συχνά στενόχωρα αλλά γεμάτα εκπλήξεις. Με χιούμορ και χάρη, το ταξίδι της Μάγια θα προσφέρει στους αναγνώστες όλων των ηλικιών ένα μάθημα αυτοπεποίθησης και θα τους βοηθήσει να καταλάβουν τι πραγματικά σημαίνει να είσαι δημοφιλής.
ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΟΡΥΦΑΙΩΝ ΤΙΤΛΩΝ ΤΟΥ 2020 ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΕΝΤΥΠΑ THE GUARDIAN, THE INDEPENDENT, COSMOPOLITAN Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της εποχής μας είναι το μεταδοτικό άγχος. Νιώθουμε πελαγωμένοι από όσα συμβαίνουν γύρω μας, από την αδικία, τον πόνο και από αυτή την ατέρμονη αίσθηση κρίσης που επικρατεί. Πώς λοιπόν μπορούμε να διαφυλάξουμε μέσα μας την ελπίδα και την πίστη ότι κάτι καλύτερο θα έρθει; Και πώς μπορούμε να μη χάσουμε το μυαλό μας σε μια εποχή τόσο έντονων συγκρούσεων; Αυτό το βιβλίο της βραβευμένης Ελίφ Σαφάκ είναι μια ισχυρή και εμψυχωτική έκκληση προς μια συνειδητή αισιοδοξία, βασισμένη στη δύναμη που έχουν οι ιστορίες να μας ενώνουν. Αντλώντας υλικό από τις αναμνήσεις της, η δημοφιλής συγγραφέας και ακτιβίστρια μας αποκαλύπτει πως ανοίγοντας τα αυτιά μας στις ιστορίες των άλλων θα μπορέσουμε να καλλιεργήσουμε τη δημοκρατία, τη συμπόνια και την πίστη μας σ’ ένα καλύτερο και συνετότερο μέλλον. ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΕΣ ΙΔΕΕΣ ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ MUST READ
1816-1829. Πάτρα, Τριπολιτσά, Ναύπλιο, Μεσολόγγι… Αφότου ο Αγγελής βρέθηκε φυλακισμένος στο κοτέτσι του Σαχίν Αγά, το μίσος φώλιασε στην ψυχή του σαν φαρμακερό φίδι. Κατά την εκρηκτική και συγχρόνως σαγηνευτική πορεία του μπαίνει στη δούλεψη ενός στρυφνού και τσιγκούνη πραματευτή, που σου πουλά κωλοφωτιά για καντήλι. Τον ζώνει το μολυβένιο σύγνεφο της σκλαβιάς και του εξευτελισμού των ραγιάδων. Σμίγει με την Κερασία, όπου στο πρόσωπό της βουτάνε και κολυμπούν τα όνειρα. Απαντιέται με κοτζαμπάσηδες, κολίγους και συμπολεμιστές, που είναι πιότερο από αδέρφια και γυναίκα την ώρα της μάχης, ενώ ένα τρομαγμένο Τουρκόπουλο γαντζώνεται πάνω του. Στον δρόμο του και δύο γέροντες, οι οποίοι ξεψαχνίζουν το κίνητρο για καθετί μα και τη γλυκιά και φαρμακερή ουσία του «εγώ», η πλανεύτρα Ασπασία, διαβολικοί ξένοι, ντόπιοι τυχοδιώκτες, ο επί τριάντα έξι χρόνια αμίλητος Συμεών, ένας καβαλάρης που σώζει αιχμάλωτες Τουρκοπούλες και ο τρανότερος οχτρός του λεύτερου ανθρώπου, ο φόβος. Ο Αγγελής βιώνει το μεγαλείο και τη σκοτεινή πλευρά του ματοβαμμένου Εικοσιένα, γκρεμίζοντας μυθεύματα και φανερώνοντας καταχωνιασμένες αλήθειες. Σφιχταγκαλιάζεται με τη φωτιά του ξεσηκωμού, μεταβολίζει την αγριότητα σε ελπίδα, λύτρωση και γλυκασμό, και βροντοφωνάζει: «Θέλω να μην είμαι ραγιάς σε κανέναν. Ραγιάς σε τίποτα!»
1816-1829. Πάτρα, Τριπολιτσά, Ναύπλιο, Μεσολόγγι… Αφότου ο Αγγελής βρέθηκε φυλακισμένος στο κοτέτσι του Σαχίν Αγά, το μίσος φώλιασε στην ψυχή του σαν φαρμακερό φίδι. Κατά την εκρηκτική και συγχρόνως σαγηνευτική πορεία του μπαίνει στη δούλεψη ενός στρυφνού και τσιγκούνη πραματευτή, που σου πουλά κωλοφωτιά για καντήλι. Τον ζώνει το μολυβένιο σύγνεφο της σκλαβιάς και του εξευτελισμού των ραγιάδων. Σμίγει με την Κερασία, όπου στο πρόσωπό της βουτάνε και κολυμπούν τα όνειρα. Απαντιέται με κοτζαμπάσηδες, κολίγους και συμπολεμιστές, που είναι πιότερο από αδέρφια και γυναίκα την ώρα της μάχης, ενώ ένα τρομαγμένο Τουρκόπουλο γαντζώνεται πάνω του. Στον δρόμο του και δύο γέροντες, οι οποίοι ξεψαχνίζουν το κίνητρο για καθετί μα και τη γλυκιά και φαρμακερή ουσία του «εγώ», η πλανεύτρα Ασπασία, διαβολικοί ξένοι, ντόπιοι τυχοδιώκτες, ο επί τριάντα έξι χρόνια αμίλητος Συμεών, ένας καβαλάρης που σώζει αιχμάλωτες Τουρκοπούλες και ο τρανότερος οχτρός του λεύτερου ανθρώπου, ο φόβος. Ο Αγγελής βιώνει το μεγαλείο και τη σκοτεινή πλευρά του ματοβαμμένου Εικοσιένα, γκρεμίζοντας μυθεύματα και φανερώνοντας καταχωνιασμένες αλήθειες. Σφιχταγκαλιάζεται με τη φωτιά του ξεσηκωμού, μεταβολίζει την αγριότητα σε ελπίδα, λύτρωση και γλυκασμό, και βροντοφωνάζει: «Θέλω να μην είμαι ραγιάς σε κανέναν. Ραγιάς σε τίποτα!»
Όταν η Σμαράγδα, στα τέλη του 1874, φτάνει από την Κωνσταντινούπολη στη Σύμη με το καράβι του ηλικιωμένου Μόσκοβου, δεν περιμένει ότι στο νησί με τα πολλά προνόμια και τους επιδέξιους σφουγγαράδες θα βρει την ευτυχία. Η ευτυχία αυτή, ωστόσο, θα σημαδευτεί από πολύχρονη ατεκνία, μέχρι τη μέρα που θα κλείσει στην αγκαλιά της τον πεντάχρονο ορφανό Γιοσίφ, που οι συμπατριώτες της θα αποκαλέσουν «το Αραπί», δυσκολεύοντας την ένταξή του στην προηγμένη για τα δεδομένα της εποχής κοινωνία τους. Καθώς τα χρόνια περνούν, η Σμαράγδα θα βιώσει οδυνηρές απώλειες και μια βαριά προδοσία, που θα την υποχρεώσει να αφήσει τη Σύμη για τη Ρόδο λίγο πριν από την ανατολή του νέου αιώνα. Στη Ρόδο, όπου το χνότο του Οθωμανού είναι πιο αποπνικτικό, θα παρεισφρήσει στην ανδροκρατούμενη επιχειρηματική κοινότητα του νησιού με το άρωμά της, τον Ροδανθό. Κι ενώ η Τουρκοκρατία παραχωρεί τη θέση της στην Ιταλοκρατία και οι Έλληνες παλεύουν να διατηρήσουν την εθνική τους υπόσταση, η οικογένειά της θα προσπαθήσει να επιβιώσει μέσα στις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες που επιβάλλουν ο Μεγάλος Πόλεμος, η Μικρασιατική Καταστροφή, ο ιταλικός φασισμός αλλά κι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Γερμανοκρατία και ο μεγάλος λιμός που μαστίζει άγρια τα Δωδεκάνησα στο ξεψύχισμα του πολέμου. Η ιστορία μιας οικογένειας στη Σύμη και στη Ρόδο, πολυκύμαντη και ταραχώδης σαν τη θάλασσα που περιβάλλει τα δύο νησιά, από τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, με συνδετικό ιστό μια γυναικεία μορφή.
Το νησί ύστερα από έναν τρομερό σεισμό βυθίζεται προοδευτικά. Οι άνθρωποι ανεβαίνουν ολοένα ψηλότερα για να σωθούν. Η κανονικότητα της ζωής του Παρασκευά, της αγαπημένης του εγγονής Θαρρενής, μα και όλων των κατοίκων ανατρέπεται απότομα. Έρχονται αντιμέτωποι με τον κίνδυνο, τον φόβο, την απόγνωση και τον θάνατο, ενώ θ' αναμετρηθούν με ανομολόγητα μυστικά, πόθους και πάθη. Στην ανάβαση προς το βουνό Σάος περιπλέκονται μια αινιγματική διαθήκη, πολιτικοί-καρικατούρες, βιαστές και δολοφόνοι, ηγέτες-νάνοι, καθημερινοί άνθρωποι-γίγαντες, το καθήκον, η αλληλεγγύη και ο φιλοτομαρισμός, η μετάλλαξη των χαρακτήρων σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, ο έρωτας που φυτρώνει σαν λουλούδι στη ραγισματιά της ασφάλτου, ο πλούτος και η φτώχεια των ψυχών, η ηθική και συναισθηματική κατάπτωση, η αποκτήνωση, η ελπίδα, το ίδιο το νησί, που θα μπορούσε να είναι η Ελλάδα ή ο κόσμος ολόκληρος.
Ενόψει του εκτοπισμού των Αρμενίων απ' την Τραπεζούντα τον Ιούνιο του 1915, ένα κορίτσι που μοιάζει να το ζωγράφισε ο ίδιος ο Θεός καταφεύγει στο σπίτι ενός αγνώστου. Στην Ορντού ένα άλλο κορίτσι εύπορης ελληνικής οικογένειας ετοιμάζεται για τον γάμο της και πασχίζει να οραματιστεί το μέλλον μ' έναν άντρα τον οποίο ελάχιστα γνωρίζει. Ο χαρισματικός, θρήσκος και θεματοφύλακας των ηθών της εποχής Γαληνός Φιλονίδης διχάζεται ανάμεσα σε δυο γυναίκες· δοκιμάζεται εμπρός στις ιδέες του· έρχεται αντιμέτωπος με την αγριότητα και το μίσος· συντρίβεται και θέτει ως στόχο ζωής να εκδικηθεί εκείνον που του προκάλεσε τον μέγα πόνο. Στο παρασκήνιο της μυθοπλασίας ιχνογραφείται ο Πόντος μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών· η ομογενοποίηση των φυλών με συνδετικό κρίκο μα και άλλοθι τη θρησκεία· ο φόβος, η μισαλλοδοξία και ο εθνικισμός που ενσπείρουν οι Νεότουρκοι και στη συνέχεια οι Κεμαλιστές· η καθημερινή ζωή στα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης· οι διώξεις των Ελλήνων επί Στάλιν· τα στρατόπεδα εργασίας στη Σιβηρία και οι στέπες του Καζακστάν με αφόρητους καύσωνες το καλοκαίρι και σφοδρό ψύχος τον χειμώνα· οι πόθοι, τα πάθη και τα δεινά των Ποντίων. Κι όλα, μέσα από το πολυσχιδές ταξίδι που γράφει η ζωή και το ταξίδι που γράφεται για τη ζωή, να φαντάζουν φλόγες και κινήσεις του ποντιακού χορού σέρρα, του χορού της φωτιάς.
Τα λαγωνικά κυνηγούν λαγούς. Ο Ηρακλής Πουαρό κυνηγά δολοφόνους. Μια ηλικιωμένη γεροντοκόρη βρίσκεται δηλητηριασμένη μέσα στο σπίτι στην εξοχή. Όταν πριν από λίγο καιρό έπεσε από τη σκάλα, όλοι έλεγαν ότι έφταιγε η λαστιχένια μπάλα που άφησε στο κεφαλόσκαλο το σκυλάκι της. Όμως η ίδια η Έμιλι πίστευε πως κάποιος από τους συγγενείς της προσπάθησε να την ξεκάνει. Το έγραψε, μάλιστα, στον Ηρακλή Πουαρό στις 17 Απριλίου. Όμως ο Πουαρό πήρε το γράμμα της πολύ αργά, στις 28 Ιουνίου… όταν η γηραιά κυρία ήταν ήδη νεκρή… Τώρα μπορεί να κάνει μόνο ένα πράγμα για την παρ’ ολίγον πελάτισσά του: να βρει την αλήθεια, έστω και μετά τον θάνατό της…