Λογοτεχνικά Βιβλία & Δοκίμια
(475)- Εμφάνιση
- 18
- 36
Σκέφτομαι συνεχώς εμένα, τις φίλες μου και όλες τις γυναίκες που τέτοια ώρα είναι μόνες. Γυναίκες που δεν τους λείπει τίποτε κι όμως έχουν ένα τίποτε στο κρεβάτι τους. Είναι μισές. Όπως και να το κάνουμε, άνθρωπος χωρίς ταίρι είναι μισός άνθρωπος. Είναι μορφή αναπηρίας κι αυτό. Σηκώνομαι από το κρεβάτι και κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Η Μέριλιν, η γάτα μου, πετάγεται από δίπλα μου κοιτάζοντας κι αυτή τον καθρέφτη. «Μέριλιν, είμαι ανάπηρη», της λέω. Με κοιτάει στα μάτια και προσπαθεί να καταλάβει. «Κι εσύ είσαι ανάπηρη», συνεχίζω. «Δεν έχουμε σύντροφο. Είμαστε ανάπηρες». Η Μέριλιν ξαναξαπλώνει και συνεχίζει τον ύπνο της. Αδιαφορεί. Σαν να μου λέει: «Άντε, κοπέλα μου, σύνελθε και κοιμήσου. Μια χαρά άνθρωπος είσαι. Σιγά μην τρελαθούμε για τα αρσενικά». Συνέρχομαι. Τι με έπιασε ξαφνικά; Γιατί τόσος πεσιμισμός; Δηλαδή, επειδή οι άντρες είναι νούμερα, πρέπει κι εγώ να γίνω νούμερο νυχτιάτικα; «Βρε, δεν πάνε στα τσακίδια!»
Ένα μυθιστόρημα ταξιδιάρικο, που ανακατεύει μυρωδιές και γεύσεις, χαϊδεύει υλικά. ξυπνάει μνήμες και προσφέρει ό,τι πολυτιμότερο: την αγάπη.
Τρελαθήκατεεε; Τρελαθήκατεεε; Κοντεύετε; Α, ωραία. Μια στιγμή να απολυμάνω στα γρήγορα έναν ζουρλομανδύα και πάμε παρέα να γελάσουμε, να ξεφύγουμε από τους πάντες και τα πάντα. Είχα, που λέτε, τον άντρα, τα παιδιά, τον σκύλο, μια δουλειά, και μια ωραία πρωία έκαναν την εμφάνισή τους η παγκόσμια πανδημία και τα πεθερικά μου! Γιατί χέρι χέρι έρχονται πάντα οι καταστροφές. «Ο καλός ο πεθερός, γάιδαρος καμαρωτός, και η κακιά η πεθερά, κολοβή οχιά». Και για περισσότερη τρέλα, σας έχω καυτό κούκλο toy boy, που χορεύει τσίτσιδος στο απέναντι μπαλκόνι, έχω «καθαρισμό αύρας» για να διώξετε την αρνητική ενέργεια, έχω σούπερ σέξι μεγάλο έρωτα dj, όχι παίξε γέλασε, φίλες σε απόγνωση, τρελές παρακολουθήσεις και ωραιότατα υπαρξιακά τού τύπου «ποια είμαι;», «πού πάω» και «με αδυνατίζει καθόλου η κόκκινη μάσκα με τις ροζ καρδούλες ή να αρκεστώ στα κίτρινα γάντια που έχω στολίσει με πολύχρωμα φωτάκια»; Μια οικογένεια που θα μπορούσε να είναι… η δική σας, στο πιο αστείο και επίκαιρο βιβλίο της εποχής μας. Γιατί… και τα ζούμε και προλαβαίνουμε να τα γράψουμε!
«Οι περισσότεροι επιτυχημένοι άνθρωποι είναι δυστυχείς. Γι’ αυτό, άλλωστε, και είναι επιτυχημένοι… αισθάνονται την ανάγκη να καθησυχάζουν την ανασφάλεια που αισθάνονται για τον εαυτό τους επιτυγχάνοντας κάτι που θα προκαλέσει το ενδιαφέρον της κοινωνίας». Μία όμορφη κληρονόμος δηλητηριάζεται θανάσιμα σε ένα εστιατόριο στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου. Έξι άνθρωποι συγκεντρώνονται για να δειπνήσουν γύρω από ένα τραπέζι επτά ατόμων. Στην άδεια θέση είναι τοποθετημένο ένα κλαδάκι δεντρολίβανο, στη μνήμη της Ρόζμαρι Μπάρτον, που πέθανε σε αυτό το τραπέζι ακριβώς έναν χρόνο πριν. Κανένας από όσους ήταν παρόντες εκείνη τη μοιραία νύχτα δε θα ξεχνούσε ποτέ το παραμορφωμένο από τον πόνο και τον τρόμο πρόσωπό της, ούτε και όσα γνώριζε για την εκπληκτική ζωή της. Η Ρόζμαρι πάντα δημιουργούσε έντονες αναμνήσεις. Είχε την ικανότητα να εγείρει έντονα πάθη σχεδόν σε όλους όσους συναντούσε. Και, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό το πάθος ήταν τόσο δυνατό, που τη σκότωσε…
Η Ετσούκο, μια μεσήλικη Γιαπωνέζα που ζει στην Αγγλία, προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την πρόσφατη αυτοκτονία της κόρης της. Καταφεύγοντας στο παρελθόν, ξαναζεί με ιδιαίτερη ένταση μια ζεστή καλοκαιρινή νύχτα στο Ναγκασάκι, όταν εκείνη και οι φίλες της αγωνίζονταν να συνεχίσουν τη ζωή τους μετά τον πόλεμο. Αλλά καθώς θυμάται την παράξενη φιλία της με τη Σατσίκο, μια πλούσια γυναίκα που έμεινε άστεγη, οι αναμνήσεις της παίρνουν μια δυσάρεστη τροπή… Η Αχνή θέα των λόφων είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Καζούο Ισιγκούρο. Ένα «μακάβριο και αλάνθαστα δουλεμένο αίνιγμα» (Sunday Times) που «ισορροπεί απόλυτα ανάμεσα στην ελεγεία και την ειρωνεία» (New York Times Book Review).
«Είσαι η μικρή Πορτοκαλένια μου!» της ψιθύρισε. Μέθυσε εκείνη από τον χυμό του ήλιου και έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει σιγά σιγά η μικρή Πορτοκαλένια του. Η φωνή του την έστελνε ψηλά, πιο ψηλά κι από τους εφτά ουρανούς του ποιητή του, το πάθος του την παράσερνε. Κι όλα μαζί έγιναν ένα: ο έρωτας… Η Αλίκη προδίδει τον άντρα που αγαπάει, χαϊδεύει τις πληγές της στην αγκαλιά ενός παιδιού. Ο Γιάννης απογοητεύεται από την απόρριψη, μετατρέπει το μίσος του σε εκδίκηση. Η Χριστίνα νιώθει ευάλωτη μπροστά στον έρωτα, πληρώνει ακριβά το τίμημά του. Ο Αλέξανδρος ταξιδεύει τα όνειρά του στα σκληρά μονοπάτια της αλήθειας. Τέσσερις ήρωες που παλεύουν με τους ανέμους της ζωής τους, με τα παιχνίδια της ψυχής τους και οδηγούνται στην κάθαρση μέσα από αλλεπάλληλες ανατροπές. Και ανάμεσά τους η αγάπη. Που υπομένει και συμπάσχει, χορεύει και τραγουδάει. Που είναι ουρανός και θάλασσα μαζί. Και γίνεται ένα. Ένα μαγευτικό βαθύ γαλάζιο.
Μια νύχτα με βροχή, ένα απότομο φρενάρισμα και μια καραμπόλα. Σπασμένα φανάρια στην άσφαλτο και τέσσερις οδηγοί να αλληλοκοιτάζονται και να αλληλοκατηγορούνται. Ο Κωστής, η Μαρίνα, η Ελπίδα, η Ναταλία… Έτσι άρχισαν όλα… Δώδεκα μήνες ακολούθησαν. Γεμάτοι ανατροπές, δάκρυα και γέλια για τους τέσσερις που ξεκίνησαν αντίπαλοι, έγιναν φίλοι και κατέληξαν να ξεπεράσουν ακόμη κι αυτό το στάδιο. Έγιναν ο ένας για τον άλλον, το «τώρα», το «σήμερα», το «πάντα». Σαν τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, που κάποτε καθόριζαν τις ζωές των απλών θνητών, έτσι κι εκείνοι οι δώδεκα μήνες σφράγισαν το πεπρωμένο τους. Δώδεκα μήνες. Δώδεκα θεοί. Όρισαν. Διέταξαν. Εκτέλεσαν. Ένα σύγχρονο μυθιστόρημα για τις ανθρώπινες σχέσεις, τη φιλία και τον έρωτα!
ΜΙΑ ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΙΑ ΖΩΗ ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΩΝ ΜΙΑ ΑΞΕΧΑΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Η Βιολέτα ήρθε στον κόσμο εν μέσω μιας καταιγίδας το 1920. Ήταν η πρώτη κόρη μιας οικογένειας που είχε ήδη πέντε ζωηρά αγόρια. Από την αρχή, η ζωή της σημαδεύτηκε από ξεχωριστά γεγονότα: οι αναταράξεις του Μεγάλου Πολέμου ήταν ακόμη αισθητές, όταν η ισπανική γρίπη έφτασε στις ακτές της Λατινικής Αμερικής, όπου ήταν η πατρίδα της, σχεδόν ταυτόχρονα με τη γέννησή της. Σε ένα γράμμα που η Βιολέτα γράφει στο πιο αγαπημένο της πρόσωπο ξεδιπλώνει την ιστορία της ζωής της, που καλύπτει εκατό χρόνια με αβάσταχτους καημούς και παθιασμένους έρωτες, πλούτη και φτώχεια, τρομερές απώλειες και μεγάλες χαρές. Η διαδρομή της ξετυλίχτηκε παράλληλα με τις ιστορικές εξελίξεις ενός ολόκληρου αιώνα και διαμορφώθηκε από τον αγώνα για τα δικαιώματα των γυναικών, την άνοδο και την πτώση τυράννων και, εντέλει, όχι από μία αλλά από δύο πανδημίες. Μέσα από τα μάτια μιας γυναίκας η οποία, χάρη στο ακατάβλητο πάθος, την αποφασιστικότητα και το χιούμορ της, κατάφερε να επιβιώσει σε ταραγμένους καιρούς, η Ιζαμπέλ Αλιέντε μάς προσφέρει για άλλη μια φορά ένα έπος που εμπνέει αλλά και συγκινεί.
Πάντα όλοι γνωρίζουν κάτι, ακόμα κι αν είναι κάτι που δε γνωρίζουν πως γνωρίζουν. Πολύ δυσάρεστα πράγματα συμβαίνουν σ’ ένα σχολείο θηλέων… Μες στη νύχτα, ενώ όλο το σχολείο κοιμάται, δύο καθηγήτριες, αναζητώντας την πηγή μιας μυστηριώδους λάμψης στο Αθλητικό Περίπτερο, ανακαλύπτουν το πτώμα της γυμνάστριας – έχει πυροβοληθεί εξ επαφής. Το σχολείο βυθίζεται στο χάος, όμως, όταν η «γάτα» που παραμονεύει στη φωλιά των περιστεριών ξαναχτυπά. Δυστυχώς, μια μαθήτρια γνωρίζει πάρα πολλά. Και πιο συγκεκριμένα γνωρίζει πως χωρίς τη βοήθεια του Ηρακλή Πουαρό θα είναι το επόμενο θύμα…
Ένας έρωτας παραμυθένιος το μυθιστόρημα αυτό, μπερδεμένος στις κλωστές της Ιστορίας, τότε που θέλησε να δοκιμάσει τις αντοχές τις προδοσίας, τη δύναμη της φωτιάς. Σαν τα παραμύθια της Χαλιμάς, οι ζωές μπερδεύονται με το καβουρντισμένο κύμινο και το πετμέζι, Ρωμιοί και Τούρκοι, κιμπάρηδες και ραχατλήδες, ηγέτες ξιπασμένοι, ανίκανοι, παθιασμένοι, αδιάφοροι. Ο χορός των ζεϊμπέκηδων, οι ατμοί του χαμάμ, τα προσκοπάκια στο Αϊδίνι, μυστικά και καταχωνιασμένες αμαρτίες, προδοσίες, φονικά, ένα γυμνό κορίτσι κρεμασμένο ανάποδα, ο Αχέροντας να καταπίνει φαντάρους, στην Αλμυρή Έρημο να ξεραίνονται οι κόκκινες μηλιές, οι ατμοί του χαμάμ να θολώνουν τις ζωγραφιές. Η Γέρση μεγάλωσε στη Σμύρνη, αρχοντοπούλα ανατάν μπαμπαντάν, στη θωριά της σου κοβόταν η ανάσα. Περήφανη και ξιπασμένη, μαστίγωνε τις δούλες της μπας και τις κάνει φιλενάδες. Λουζόταν στο χαμάμ, όταν την είδαν ξαφνικά τα δυο καρντάσια, ο Γιώργης κι ο Σελίμ, κι ήρθε ο έρωτας να σπαράξει τη σάρκα, να ξεπαστρέψει, να μαγέψει. «Τι είμαι για σένανε, Γιώργη Καραδάμογλου; Αυτό μόνο… πρέπει να ξέρω…» Το άλογο χρεμέτισε χτυπώντας την οπλή του σε μια πέτρα που εξείχε, ο αμαξάς τράβηξε τα γκέμια. Εκείνος έχωσε τα μάτια στα τσίνορά της, ζυγίστηκε πάνω τους, ισορρόπησε, κρεμάστηκε. Βούλιαξε στο υγρό βλέμμα, φοβήθηκε μη γίνει δάκρυ και τον πνίξει, τσούλησε στην κατηφόρα της μύτης να σωθεί, χώθηκε στα ρουθούνια να ρουφήξει την οσμή της. Στα χείλη παραδόθηκε. Τα λευκά της δόντια τον γεμίσανε πληγές καθώς θυμήθηκε τη νύχτα τους. Εδώ που φτάσανε, δεν είχε άλλη επιλογή. Έπρεπε να της πει την αλήθεια. Πήρε το χέρι της, έσκυψε κι απόθεσε στη φούχτα της ένα φιλί. «Εσύ, ομορφιά μου, είσαι το κόκκινο στο αίμα μου…»
Πόση κακοτυχία υπήρχε στον κόσμο! Λίγη ομίχλη σ’ ένα κατά τα άλλα υπέροχο απόγευμα, ένα στραβοπάτημα – και η ζωή έπαιρνε τέλος. Ο Μπόμπι Τζόοουνς παίζει μια παρτίδα γκολφ με τον δόκτορα Τόμας, όταν, παθιασμένος, χτυπά το μπαλάκι του υπερβολικά δυνατά, κι εκείνο καταλήγει στον γκρεμό. Κατεβαίνει σιγά σιγά από το μονοπάτι να το αναζητήσει, αλλά αντί για το μπαλάκι του βρίσκει έναν άντρα τσακισμένο στα βράχια. Ο καημένος μάλλον παραπάτησε κι έπεσε στο κενό – έτσι τουλάχιστον υποθέτουν ο Μπόμπι και ο δόκτωρ Τόμας. Πριν ξεψυχήσει, ο άγνωστος ψελλίζει μια φράση: «Γιατί δε φώναξαν την Έβανς;» Τι σημαίνει, άραγε, αυτό; Και ποια είναι η όμορφη γυναίκα τη φωτογραφία της οποίας είχε στην τσέπη του ο νεκρός; Ο Μπόμπι και η φίλη του η Φράνκι αποφασίζουν να λύσουν το μυστήριο – κι αυτό βάζει και τους δυο σε θανάσιμο κίνδυνο.
Όταν η Μιριάμ, μητέρα δύο μικρών παιδιών, αποφασίζει, παρά την απροθυμία του άντρα της, να επιστρέψει στην ενεργό δράση και στη δικηγορία, το ζευγάρι ψάχνει για νταντά. Έπειτα από αυστηρή επιλογή, προσλαμβάνουν τη Λουί, που πολύ γρήγορα κερδίζει την αγάπη των παιδιών και σταδιακά κατακτά μια θέση στην οικογένεια. Σιγά σιγά στήνεται μια παγίδα αλληλεξάρτησης μεταξύ των μελών, που θα οδηγήσει στην τραγωδία. Μέσα από τις περιγραφές του νεαρού ζευγαριού και της μυστηριώδους νταντάς, αποκαλύπτεται η εποχή μας και ο τρόπος που αντιμετωπίζει την αγάπη, την παιδεία, τις σχέσεις εξουσίας, το χρήμα, τις ταξικές και πολιτισμικές προκαταλήψεις. Θρίλερ και ψυχογράφημα ταυτόχρονα, ένα βιβλίο που δικαίως τιμήθηκε με το βραβείο Goncourt.
Σ’ αγαπώ… Μια τόση δα μικρή φράση, χαραγμένη σ’ ένα γράμμα… από ατόφιο χρυσάφι. Ένα κόσμημα που δημιουργήθηκε από έρωτα και προκάλεσε τη μοίρα τριών γυναικών. Η προγιαγιά Σμαράγδα, η κόρη της Χρυσαφένια και η εγγονή Σμαράγδα. Μια ιστορία που επαναλαμβάνεται. Δύο οικογένειες που δεν έπρεπε ποτέ να συναντηθούν. Ένας έρωτας που πέρασε από γενιά σε γενιά. Η Φένια, απόγονος και κληρονόμος, ανακαλύπτει τα μυστικά και τα λάθη που κατέστρεψαν και τη δική της ζωή. Ένα ταξίδι από την Κωνσταντινούπολη του 1910 μέχρι την Ελλάδα του 2016. Παντού και πάντα παρόν το γράμμα…
Η γιατρός Πελαγία Αντωνιάδη φτάνει στη σύγχρονη Σμύρνη. Ακολουθώντας τις οδηγίες που της άφησε η συνονόματη γιαγιά της, θα ανακαλύψει έναν χαμένο θησαυρό: τα κρυμμένα από το 1922 γράμματα αλλά και το ημερολόγιο της γιαγιάς. Αρχίζει να τα διαβάζει και μέσα από αυτά θα γνωρίσει την παλιά πόλη, αλλά και τον μεγάλο έρωτα της γιαγιάς Πελαγίας, τον γιατρό Αλέξανδρο Καλλέργη, που της είχε σώσει τη ζωή. Και μετά ήρθε η μεγάλη φωτιά και η καταστροφή. Η Πελαγία, έχοντας χάσει τα πάντα, ακόμα και τον αγαπημένο της, φτάνει κυνηγημένη στην Αθήνα. Με πολύ κόπο θα σταθεί στα πόδια της. Όμως ποτέ δε θα ησυχάσει και μια μέρα θα βάλει σε εφαρμογή το παράτολμο σχέδιό της: θα επιστρέψει και πάλι στην κατεστραμμένη Σμύρνη για να ξαναβρεί τον Αλέξανδρο. Ωστόσο δεν ξέρει ότι έχει μπει στη μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής της. Γιατί η πορεία της στη Μικρά Ασία θα είναι μια πορεία προς το άγνωστο… ίσως και προς τον θάνατο. Μια ιστορία γεμάτη από τα αρώματα της παλιάς Σμύρνης και την αυτοθυσία μιας γυναίκα για τον αγαπημένο της.
1821. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία συγκλονίζεται από την Επανάσταση των Ελλήνων, που έπειτα από τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς πασχίζουν να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό. Την ίδια εποχή, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αγγλική Πρεσβεία, ο φιλέλληνας γιατρός Μπέντζαμιν Μπλακ έχει μια σημαντική αποστολή που του έχει αναθέσει ο λόρδος Έλγιν από το Λονδίνο· να ανακαλύψει το χαμένο άγαλμα μιας όμορφης Αφροδίτης. Αυτή έχει γίνει έμμονη ιδέα στον γιατρό, μια και από καιρό τον επισκεπτόταν στα όνειρά του. Καθώς τα χρόνια περνούν, θα περιπλανηθεί στους σκοτεινούς διαδρόμους της αγγλικής κατασκοπίας. Όταν ανακαλύψει ότι ήταν πιόνι των πολιτικών δολοπλοκιών, θα φύγει για την Ελλάδα. Στη διάρκεια της έρευνάς του θα ταξιδέψει στις Κυκλάδες, στη Μάνη, στην Αθήνα, στην Αίγινα και στο Ναύπλιο. Ο Τούρκος στρατηγός Κιουταχής, ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, ο Γκούρας, οι Μαυρομιχαλαίοι, ο Ιωάννης Καποδίστριας και πολλοί άλλοι θα βρεθούν στον δρόμο του γιατρού. Μάλιστα ο ίδιος θα μπλεχτεί στη δίνη του πολέμου και θα κινδυνέψει θανάσιμα. Κάποια στιγμή η αναζήτησή του θα πλησιάσει στο τέλος της και ο Άγγλος θα ετοιμαστεί να επιστρέψει στην πατρίδα του. Αλλά δε γνωρίζει ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει. Γιατί η μοίρα θα του στήσει ένα τελευταίο εμπόδιο, το πιο ισχυρό απ’ όλα. Ο έρωτας θα εισβάλει σαν θύελλα στη ζωή του, διεκδικώντας με απίστευτη ορμή το μερίδιό του από αυτή την αναζήτηση. Ο Μπέντζαμιν Μπλακ αναπάντεχα θα συναντήσει μπροστά του μια γυναίκα από το παρελθόν. Μια μοιραία γυναίκα που θα του αλλάξει τη ζωή… για πάντα! Με φόντο την Ελληνική Επανάσταση του 1821 εκτυλίσσεται μια καταπληκτική περιπέτεια μέσα στη φλόγα του απελευθερωτικού αγώνα και στη φωτιά του έρωτα.
«Είναι υψηλό το τίμημα που καλούνται να πληρώσουν τα φαντάσματα. Κι αυτό ακριβώς είμαι πλέον εγώ. Ένα φάντασμα, ένα στοιχειό. Με τη δική μου θέληση, με τον δικό μου τρόπο. Ένα φάντασμα που κινείται αθόρυβα ανάμεσα στον κόσμο. Κι εκείνοι; Εκείνοι με κοιτάζουν, αλλά δε με βλέπουν. Με ακούνε αλλά δε με αφουγκράζονται. Με συναναστρέφονται, αλλά δε με ξέρουν…» Ένας κατά συρροήν δολοφόνος σκοτώνει γυναίκες στο παρόν αντιγράφοντας γυναικοκτονίες του παρελθόντος που παρέμειναν ατιμώρητες. Στην άψογα σκηνοθετημένη σκηνή του εγκλήματος, ο δολοφόνος αφήνει «δωράκια» για την αστυνομία: έξτρα στοιχεία, με τα οποία μπορούν να συλληφθούν πλέον οι ένοχοι του παρελθόντος. Όλα τα θύματα φορούν ένα κόσμημα πανομοιότυπο με αυτό που έχει η υπαστυνόμος Νόρα Δενδρινού πάντα στον λαιμό της: ένα καλλιγραφικό κεφαλαίο «Ν» κλεισμένο σ’ ένα σπιτάκι. Η πρό(σ)κληση του δολοφόνου προς εκείνη είναι σαφής. Το παιχνίδι αρχίζει. Μαζί της, ο υπαστυνόμος Νικόλας Παναγιωτίδης και η ιδιωτική ερευνήτρια Ελπινίκη Ντόκα. Οι τρεις τους εγκλωβισμένοι σε μια αρένα θανάτου. Μπορεί το παρόν να ξεκλειδώσει το παρελθόν; Μπορεί η εκδίκηση να σημάνει δικαίωση; Διότι κάποιες φορές «το παρελθόν δεν έχει έρθει ακόμη και το μέλλον δεν είναι όπως παλιά…»
Δεν μπορεί, θα στρώσει! Αναρωτιέμαι πόσες φορές άραγε καθένας από μας είπε αυτή τη φράση, που φανερώνει την ελπίδα πως ό,τι μας πονάει θα φύγει, ή θ’ αλλάξει, ή ως διά μαγείας θα χαθεί… Αυτό που ζη��άμε τέτοιες στιγμές είναι ίσως ένας καφές κι έν�� γλυκό του κουταλιού. Αυτή ακριβώς η αντίθεση του γλυκού με το πικρό είναι τελικά η ίδια η ζωή. Έτσι μας δίνονται οι στιγμές. Ποσά αντιστρόφως ανάλογα. Εκεί που βρίσκεται το γέλιο, παραμονεύει το δάκρυ… Κι αν κάπου μέσα στα κείμενα βρείτε τον εαυτό σας, αν κάπου ανάμεσα στις γραμμές τους κάτι θυμηθείτε, σας κερνάω καφέ και γλυκό του κουταλιού… Εσείς μένει να πείτε: «Δεν μπορεί, θα στρώσει!»
Κάλυμνος 1934, ιταλική κατοχή. Η Θεμελίνα και η Χριστίνα, συμμαθήτριες και αδελφικές φίλες, μοιράζονται τα πάντα: σκέψεις, όνειρα, φοβίες, τη στοργική μητέρα της Θεμελίνας, ένα ζευγάρι κίτρινα λουστρίνια, που τα φοράνε εναλλάξ, αλλά και ένα φρικιαστικό μυστικό που τις κατατρύχει. Όταν κάποια στιγμή γίνονται μάρτυρες ενός βιασμού που καταλήγει σε φόνο, έρχονται τα πάνω κάτω στη ζωή τους, αφού δράστης είναι ο Ιταλός διοικητής του νησιού. Λίγο καιρό αργότερα η Χριστίνα εξαφανίζεται, αφήνοντας ως μοναδικό ίχνος το ένα από τα δύο αγαπημένα της κίτρινα λουστρίνια, το δεξί, ενώ η Θεμελίνα με τη μητέρα της ακολουθούν με άλλους συμπατριώτες τους τον δρόμο της μετανάστευσης. Δεύτερη πατρίδα τους θα είναι στο εξής το Σαλέν ντε Ζιρό, στη Νότια Γαλλία, όπου οι συνθήκες εργασίας στις αλυκές είναι παραπάνω από σκληρές, ενώ όλοι οι ξένοι έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με τον ρατσισμό, τα στυγνά αφεντικά και την απόλυτη φτώχεια. Νέες φιλίες, έρωτες και μικρές ευτυχισμένες στιγμές κάνουν τον καιρό να περνά γρήγορα, ώσπου ξεσπά ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η ζωή της Θεμελίνας αλλάζει προς το χειρότερο. Εγκλήματα, δωσίλογοι, στρατόπεδα αιχμαλωσίας, κρεματόρια, Αντίσταση και ένας έρωτας γεννημένος μέσα στις φλόγες του πολέμου ατσαλώνουν τη θέλησή της για ζωή – ωστόσο… δεν παύει να νιώθει μισή. Μέχρι που ένα κίτρινο λουστρίνι βρίσκεται έξω από την πόρτα της. Ένα βιβλίο για την αληθινή φιλία, τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, το παράλογο της βίας και του πολέμου, τον θάνατο και τον έρωτα. Σημείο αναφοράς στην ξέγνοιαστη νιότη και την ελπίδα: ένα ζευγάρι κίτρινα λουστρίνια.