Λογοτεχνικά Βιβλία & Δοκίμια
(475)- Εμφάνιση
- 18
- 36
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΕΚΔΟΤΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ «Ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο υπάρχει μια βιβλιοθήκη», είπε. «Και μέσα σ’ αυτή τη βιβλιοθήκη, τα ράφια συνεχίζονται επ’ άπειρον. Κάθε βιβλίο σού δίνει μια ευκαιρία να δοκιμάσεις μιαν άλλη ζωή που θα μπορούσες να έχεις ζήσει. Να δεις πώς μπορεί να ήταν τα πράγματα, αν είχες κάνει διαφορετικές επιλογές… Θα είχες κάνει κάτι διαφορετικό, αν είχες την ευκαιρία να αναιρέσεις αυτά για τα οποία μετάνιωσες;» Η ζωή της Νόρα πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο. Τότε, την τελευταία μέρα της στη Γη, όταν σημαίνουν μεσάνυχτα, μεταφέρεται σε μια βιβλιοθήκη. Εκεί της δίνεται η δυνατότητα να αναιρέσει επιλογές και να απαλλαγεί από τις τύψεις της, δοκιμάζοντας όλες τις διαφορετικές ζωές που θα μπορούσε να είχε ζήσει. Το αγωνιώδες ερώτημα που προκύπτει όμως είναι: Αν έχεις άπειρες εναλλακτικές, ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να ζήσεις;
Γιατί πάντα υπάρχει φως, Αρκεί να είμαστε γενναίοι αρκετά για να το δούμε, Αρκεί να είμαστε γενναίοι αρκετά φως να γίνουμε. Στις 20 Ιανουαρίου 2021 η εικοσιδυάχρονη Αφροαμερικανή Αμάντα Γκόρμαν έγινε σύμβολο ελπίδας και αισιοδοξίας για εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Απαγγέλλοντας το ποίημά της «Ο Λόφος που Ανεβαίνουμε» στην ορκωμοσία του Προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, απηύθυνε ένα οικουμενικό κάλεσμα για ένα φωτεινότερο, γενναίο μέλλον. Η ανά χείρας έκδοση αποτυπώνει ακριβώς αυτή τη στιγμή, όπου η φωνή μιας νεαρής ποιήτριας μας προσφέρει κουράγιο, παρηγοριά αλλά και έμπνευση για ν’ αλλάξουμε τον κόσμο.
Η Λίζα ζει μια πολύ ήσυχη καθημερινότητα, αφοσιωμένη στην ανατροφή της δεκαεξάχρονης κόρης της, Άβα. Επιφυλακτική απέναντι στους άντρες, δε μιλά ποτέ για το ζωή της ή για τον απόντα πατέρα της Άβα. Η καλύτερη φίλη της, η Μέριλιν, παρόλο που έχει τα δικά της οικογενειακά προβλήματα, προσπαθεί να την πείσει να ανοιχτεί και να αρχίσει να φλερτάρει. Η Άβα έχει κουραστεί από την υπερπροστατευτική μητέρα της. Θέλει να ζήσει σαν μια φυσιολογική έφηβη, να χαλαρώνει με τις κολλητές της, να πηγαίνει για κολύμπι, να έχει αγόρι. Η Λίζα, πάλι, νιώθει μια περίεργη ανησυχία τον τελευταίο καιρό, καθώς μικροπράγματα από το παρελθόν κάνουν την εμφάνισή τους στο παρόν. Γνωρίζει ότι ο μοναδικός τρόπος να προστατέψει τον εαυτό της και την κόρη της είναι να έρθει αντιμέτωπη με τους φόβους της. Θα χρειαστεί βοήθεια από το μοναδικό άτομο που μπορεί να εμπιστευτεί: τη Μέριλιν. Και για να τα καταφέρουν πρέπει να είναι ειλικρινείς μεταξύ τους. Όμως, πριν από πολύ καιρό η Λίζα είχε δώσει έναν όρκο. Και δεν τον κράτησε. Αυτή η προδοσία δεν ξεχάστηκε ποτέ – ούτε συγχωρέθηκε. Και τώρα η Λίζα θα πρέπει να το πληρώσει. Η συγγραφέας του μπεστ σέλερ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ επιστρέφει μ’ ένα καθηλωτικό, ανατρεπτικό ψυχολογικό θρίλερ για το παρελθόν, που δε σβήνει ποτέ, όσο κι αν το θες…
Η Βρετανία διανύει μια εύθραυστη περίοδο ειρήνης. Έπειτα από μια αιματηρή μάχη, οι θριαμβευτές Δυτικοσάξονες έχουν καταλάβει πλέον και την Ανατολική Αγγλία διώχνοντας τους Δανούς. Η Μερκία έχει συνάψει συνθήκη ειρήνης με το τελευταίο βασίλειο των Βίκινγκς, τη Νορθουμβρία, το μοναδικό εμπόδιο στο να γίνει το όνειρο του Άλφρεντ, και πλέον του γιου του Έντουαρντ, πραγματικότητα. Ο Ούτρεντ επιτέλους είναι ελεύθερος να γυρίσει στο Μπέμπανμπεργκ, το μεγάλο, απόρθητο κάστρο που δικαιωματικά του ανήκει, αλλά πρέπει να πολεμήσει γι’ αυτό. Ενώ ετοιμάζεται, ανακαλύπτει στην πορεία ότι απέναντί του δεν είναι μόνο ο ξάδελφός του, γιος του καταχραστή θείου του, αλλά και οι Σκοτσέζοι με αρχηγό τον Κονσταντίν, που αποφάσισαν να επεκτείνουν τα εδάφη τους προς τον νότο, και, φυσικά, ο αιώνιος εχθρός του Ούτρεντ, ο Έθελχελμ, ο οποίος αφενός εισβάλλει στη Νορθουμβρία, υπονομεύοντας τα σχέδια του Ούτρεντ, και αφετέρου συμμαχεί με τον ξάδελφό του. Μόνος απέναντι σε όλους, ο Ούτρεντ θα αντιτάξει την εξυπνάδα του, το θάρρος του και φυσικά τη φοβερή φήμη του αήττητου πολέμαρχου. Μένει να δούμε αν του αρκούν αυτά για να φτάσει στον στόχο του. Το δέκατο μέρος της σειράς «Σαξονικά Χρονικά».
Δώδεκα ιστορίες… Δώδεκα όσες και τα βιβλία μου. Σε καθεμία από αυτές δίνω τη συνέχεια και το τέλος. Για να το καταφέρω, γύρισα πίσω και βρήκα τον Κωστή, τη Μαρίνα και τη Ναταλία από το Βαλς με δώδεκα θεούς. Αναζήτησα τη Θεανώ, τη λύκαινα της Πόλης. Θυμήθηκα τα κορίτσια από Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι, και μετά είχε σειρά ο Ανδρέας και οι επιλογές του από την Άλλη πλευρά του νομίσματος. Ήταν αδύνατον να παραβλέψω την Κλαίλια και τον Παύλο από το Έρωτας σαν βροχή. Ξαναγύρισα επίσης στον Μιχάλη από Το τελευταίο τσιγάρο. και έσμιξα με την Ειρήνη και τη Βένια στο Χωρίς χειροκρότημα. Ανακάλυψα από την αρχή την Ηρώ στο Όσο αντέχει η ψυχή, και είχα τη χαρά ν’ αγκαλιάσω και πάλι την Ντάτα. Σειρά είχαν η Κυβέλη και ο Ορέστης από Τα πέντε κλειδιά, και μετά παραδόθηκα στη Μυρσίνη και στον Θεόφιλο στο Μια συγγνώμη για το τέλος. Κουρασμένη επέλεξα να πιω Έναν καφέ στη χόβολη, αφού έδωσα όσα ήθελα να δώσω… Τώρα πια θα μάθετε τι απέγιναν όλοι αυτοί που αγάπησα και αγαπήσατε… Γι’ αυτό το βιβλίο φέρετε εσείς την αποκλειστική ευθύνη! Όλοι εσείς που αγαπήσατε τους ήρωες και τις ηρωίδες μου, που δεν είδατε χάρτινους χαρακτήρες, αλλά ψυχές αληθινές. Εσείς με παροτρύνατε με τον τρόπο σας να το γράψω…
Είναι ο έρωτας μια ψυχή εγκλωβισμενη σε δύο κορμιά; Και πόσο εύκολο είναι να εξεγερθεις ενάντια στη μοίρα που έχει ήδη οριστεί για σένα; Αθήνα, 1886. Η ζωή της Μαργαρίτας βυθίζεται μέσα σε έναν γάμο που μοιάζει με αργό θάνατο. Ώσπου ερωτεύεται παράφορα έναν άντρα που νομιζε ότι υπήρχε μόνο στα παραμύθια. Και όλος ο κόσμος της γίνεται μια μάχη ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Αυτή είναι η ιστορία μιας γυναίκας που παρασύρθηκε στη δίνη του πάθους, διεκδικώντας ένα διαφορετικό πεπρωμένο από κείνο που της είχαν σχεδιάσει. Είναι η ιστορία των δύο αντρών που την αγάπησαν. Του ισχυρού συζύγου της, που ήρθε στην Ελλάδα έχοντας καταστρώσει ένα σχέδιο προς όφελος των ξένων δανειστών. Και του μαγικού εραστή της, που ανέλαβε να σχεδιάσει τη σιδηροδρομική γραμμή της Πελοποννήσου, ένα από τα μεγάλα έργα του Τρικούπη. Είναι επίσης πολλές μικρές ιστορίες που ιχνηλατούν τη γέννηση του γυναικείου κινήματος στην Αθήνα, τις πολιτικές αναταράξεις, τον ρόλο της εύπορης τάξης στο πεπρωμένο της φτωχολογιάς, και τα βήματα μιας Ελλάδας που προσδοκά ένα καλύτερο αύριο. Και, τέλος, είναι μια ιστορία σαγήνης και μυστηρίου σε ένα παραθαλάσσιο χωριουδάκι, χρόνια αργότερα, λίγο μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν όλα έχουν κριθεί, ή σχεδόν όλα… Ένα σαρωτικό μυθιστόρημα για τον έρωτα και την ελπίδα. Μια επική τοιχογραφία για τη μεγαλύτερη επανάσταση της ψυχής, που δεν είναι άλλη από την επιμονή στα θαύματα.
Στις 14 Ιουνίου 1987, ο θρίαμβος της κατάκτησης του Ευρωμπάσκετ από την Εθνική Ελλάδος ξεσηκώνει τους Έλληνες να ασχοληθούν με το άθλημα. Ο Νικήτας Φωτιάδης, ένας νεαρός ταλαντούχος παίχτης μιας μικρής ομάδας μπάσκετ, τραβά την προσοχή ενός Ιταλού προπονητή ως εξαιρετικό ταλέντο. Από τη μια στιγμή στην άλλη η ζωή του αλλάζει, μαζί και της φτωχής οικογένειάς του. Η χαρά δε θα κρατήσει πολύ. Όσα του έδωσε η ζωή τόσο γενναιόδωρα τα ζήτησε όλα πίσω. Κι ακόμη περισσότερα. Είκοσι ένα χρόνια αργότερα, παραμονές Χριστουγέννων του 2008, μια σειρά ιδιαίτερα άγριων δολοφονιών στην Αθήνα αναστατώνει τις αστυνομικές Αρχές. Οι πρώτες έρευνες δείχνουν πως τα θύματα δεν έχουν σχέση μεταξύ τους, είναι διαφορετικού φύλου, διαμένουν σε άλλες περιοχές, έχουν διαφορετικές προσωπικές ζωές, ανόμοιες κοινωνικές θέσεις και επαγγέλματα. Το πιο περίεργο όμως είναι πως τα σώματα όλων είναι τοποθετημένα σε θέση Εσταυρωμένου και δίπλα από καθένα υπάρχει ένα διαφορετικό πλαστικό ομοίωμα νάνου, από το γνωστό παραμύθι «Η Χιονάτη και οι επτά νάνοι». Ο Νικήτας παρακολουθεί τα γεγονότα σοκαρισμένος. Στο μακρινό παρελθόν, όλα τα θύματα είχαν μαζί του και μεταξύ τους σχέσεις που η Αστυνομία αγνοεί. Όμως δεν τολμά να μιλήσει, φοβάται. Εν τω μεταξύ, ο αστυνόμος Α΄ Σοφοκλής Καραμάνος, ο επικεφαλής των ερευνών, προσπαθεί να αποτρέψει την επόμενη δολοφονία. Οι νάνοι του παραμυθιού είναι επτά κι εκείνος κρατά στα χέρια τους τέσσερις. Ποιος είναι ο επόμενος νάνος που θα βρουν; Ποιος και γιατί κρύβεται από πίσω; Γιατί αφήνει σε θέση Εσταυρωμένου τα θύματά του; Είναι ένας ο δολοφόνος ή περισσότεροι; Μήπως έχει θέση και η Χιονάτη σ’ αυτό το παιχνίδι;
«Οι λέξεις, μαντμαζέλ, είναι απλώς το ρούχο που φορούν οι ιδέες». Ένας δολοφόνος τρομοκρατεί τη χώρα. Διαλέγει το ποιον και πού θα δολοφονήσει με αλφαβητική σειρά: Πρώτα μια ηλικιωμένη καπνοπώλισσα, ύστερα μια σερβιτόρα που της άρεσε να φλερτάρει, κατόπιν έναν πλούσιος άνδρα... Το μόνο κοινό τους είναι ότι ότι τα αρχικά των ονομάτων τους είναι διαδοχικά γράμματα. Με κάθε φόνο δείχνει και πιο σίγουρος. Τόσο σίγουρος, που μπαίνει στον πειρασμό να περιπαίξει και να μπερδέψει τον μεγάλο ντετέκτιβ Ηρακλή Πουαρό. Αλλά αυτό ίσως να είναι το ένα –και το μοιραίο– λάθος του… Ένα εξαιρετικά δομημένο μυθιστόρημα, από τα πρώτα της αστυνομικής λογοτεχνίας που έχουν θέμα έναν serial killer, προτού καν καθιερωθεί ο όρος.
ΠΡΟΣΟΧΗ! ΕΙΣΕΡΧΕΣΤΕ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΝΟΣΟΚΟΜΑΣ ΜΕ ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΕΥΘΥΝΗ! ΕΔΩ ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΠΩΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ!
Arta, 1854. The Turkish occupation. Two boys are born on the same night, one a Greek, the other a Turk, and fate makes them milk-siblings. The novel follows their life drawn on the canvas of the region’s unknown history. An entire era is brought to life in a unique way portraying prejudice alongside adventure, action, love, comical and tragic situations. In the shadow of the clock which strikes the Ottoman hours, Greeks, Turks and Jews live side by side. The shadow falls upon two friends, Liondos and Necip, a mysterious murder, grandpa Ismail, the small nation of Greece, the Ottoman Empire, Doğan the fanatic, conflicts, rebellions, everyday life, stone-throwing fights, Ramazan, coffee houses, hamams, the Turkish berde of Karagöz, smugglers, crofters, estate owners, wealth and poverty and the sweetness and bitterness of life. For, there is a place for everything in the imaret of God.
Το έτος είναι το 1984, και σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο έχει επιβληθεί το ολοκληρωτικό καθεστώς της Ωκεανίας, το οποίο επιδίδεται, μέσα από ηλεκτρονικές οθόνες και την Αστυνομία Σκέψης, στη συνεχή ηλεκτρονική παρακολούθηση των πολιτών. Στην κορυφή της εξουσίας, ο πανίσχυρος, άφαντος αλλά πανταχού παρών, εντέλει, Μεγάλος Αδελφός. Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, ο Ουίνστον Σμιθ, ένα φαινομενικά πειθήνιο μέλος του Κόμματος, ονειρεύεται την ανατροπή του καθεστώτος. Η γνωριμία του με τη νεότερή του Τζούλια πυροδοτεί ένα ανεξέλεγκτο ερωτικό πάθος. Καθώς ο έρωτας λογίζεται εδώ πράξη αντίστασης, οι δύο εραστές θα βρεθούν αντιμέτωποι με τους χειρότερους εφιάλτες τους. Είναι εκπληκτικό πώς το ζοφερό όραμα του 1984 έρχεται και επανέρχεται στο προσκήνιο: από τα χρόνια των απολυταρχικών κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης έως τις στρατοκρατικές δικτατορίες σε χώρες της Δύσης και του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου, και κυρίως σήμερα, στην εποχή του θρησκευτικού φανατισμού, της παγκοσμιοποίησης και του Διαδικτύου, με τη συνεχιζόμενη συζήτηση περί ψευδών ειδήσεων και των μαζικών ηλεκτρονικών παρακολουθήσεων από κυβερνήσεις αλλά και μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες, το δυστοπικό μυθιστόρημα που ο Όργουελ συνέγραψε το 1948 (αντιστρέφοντας τα δύο τελευταία ψηφία στον τίτλο του βιβλίου) καταδεικνύεται σήμερα πιο επίκαιρο από ποτέ. Το βιβλίο μεταφέρθηκε πολλές φορές στο σινεμά και στην τηλεόραση, ενώ έχει γίνει και όπερα. Μία από τις πιο γνωστές κινηματογραφικές μεταφορές ήταν το 1984, σε σκηνοθεσία του Μάικλ Ράντφορντ και πρωταγωνιστές τον Τζον Χερτ, τη Σουζάνα Χάμιλτον και τον Ρίτσαρντ Μπάρτον στον τελευταίο ρόλο της ζωής του.
Στις λεπτομέρειες συναντιόμαστε, μέσα στους πέντε δρόμους ή στις πέντε γραμμές, στο πεντάγραμμο μιας μεθυσμένης τζαζ κατά το σούρουπο. Στις ξεκούρδιστες νότες, τις ασύντακτες, βρισκόμαστε, στα μικροπράγματα ερωτευόμαστε, στα ασήμαντα πράγματα. Κυλιόμενες σκάλες, μια ρωγμή στο μετρό, παντόφλες, πιτζάμες, ένα βάζο τουρσί στο ψυγείο, το σάντουιτς, ένα παλιό αγαπημένο βιβλίο, το μαχαίρι, το όπλο, η παιδική ηλικία, το σχήμα του στήθους σου, οι φωνές στο κεφάλι, χο-χο, μια παρέλαση, μια κραυγή, μια απορία, ξαπλωμένη στην ήβη μια ζεστή αγωνία. Με κάτι τέτοια υλικά σκαρώνουν το χάρτη τους για να βρεθούν ο Τένγκο και η Αομάμε. Μα ώσπου να σμίξουν, σμίγει ο χρόνος με τον τόπο, το ημερολόγιο με το χάρτη, η κλεψύδρα με την πυξίδα, σμίγουν, τρελαίνονται, γίνονται ο αληθινός εαυτός τους και ανατινάζονται σε δυο χλωμά και πράσινα φεγγάρια από χαρτί. Και δεν τελειώνουν, ποτέ. Ούτε το αριστουργηματικό magnum opus του Χαρούκι Μουρακάμι τελειώνει, όχι στ’ αλήθεια. Απλώς, η αφήγηση χαμηλώνει το βλέμμα και κρύβεται έτσι όπως της αρέσει να κάνει, κρύβεται ανάμεσα στο μέγα Ποτέ και το μικρότατο Πάντα, ανασαίνει, νοσταλγεί, ονειρεύεται και σωπαίνει θριαμβεύοντας ερωτικά, αδιάλλακτα. Μετά, ξεσπιτώνεται πάλι και βγαίνει στους δρόμους, φιλέρημη, απορημένη, ερωτόληπτη, η αφήγηση βγαίνει στο αδέξιο πεντάγραμμο της τζαζ και συνεχίζει, και συνεχίζεται. Κι έτσι ανταμώνουμε, κι έτσι ερωτευόμαστε πάλι…
Τέσσερις ήρωες που ερωτεύονται, πονούν, χαίρονται, συγκρούονται, αναρωτιούνται ως πού μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος που αγαπάει. Ίσως και μέχρι το φόνο; Είναι ποτέ δυνατόν; Έχει, άραγε, όρια η αγάπη;
Συναγμένοι πίσω απ’ το τείχος, καρτερούν με το όπλο στο χέρι, με την ψυχή στο στόμα. Άντρες και γυναίκες όμοια ντυμένοι με φουστανέλες και σελαχλίκια, τα παιδιά λαιμαριές κρεμασμένες απάνω στα κορμιά τους σαν τάματα σε εικονίσματα, ναρκωμένα απ’ το αφιόνι. Μόλις το φεγγάρι χάνεται στα διαβατάρικα σύγνεφα, το πρόσταγμα των καπεταναίων ακούγεται σ’ όλη τη φάλαγγα σαν πνιχτικό ψιθύρισμα. Αγωνιστές και γυναικόπαιδα κινούν για τη μεγάλη Έξοδο διαβαίνοντας σιωπηρά την πύλη. Κάποιοι γέρνουν και φιλούν το χιλιοτρυπημένο απ’ τα βόλια τείχος, κάποιοι άλλοι το ανασκαμμένο απ’ τις μπόμπες χώμα. Τα ραίνουν, τα ποτίζουν με τα σεβαστικά τους δάκρυα. «Αχ, Μισολόγγι, που σ’ αφήνουμε… Αχ, αίματα που σε ποτίσαμε άδικα…» Στη Χίο, στα Ψαρά, στο Μεσολόγγι… Από ολοκαύτωμα σε ολοκαύτωμα τραβάει ο λαός μας, που πολεμάει ν’ αντιγυρίσει τη σκλάβα μοίρα του, ματοβαμμένος μ’ ακόμη ορθός. Συνάμα, πλάι στο λαμπρό μεγαλείο του αγώνα, στέκει η σκοτεινιά της μνησικακίας και της ιδιοτέλειας που φέρνει αδερφοσκοτωμό. Η Δέσπω, η Αργυρώ, ο Νικόλας, ο Στέφανος, η Λενίτσα, ο Γιωργάκης, η Μαλαμή, ο γερο-Καψάλης, άγιες ψυχές σε τούτο τον ματωμένο κόσμο, ανασαίνουν με βια κι αγωνίζονται με νύχια και δόντια ν’ ανταμώσουν λευτεριά και λύτρωση. Σε τούτο ή τον άλλο κόσμο.
Το μικρό αγόρι κρεμιέται απάνω της, τα χεράκια του δεμένα στον λαιμό της, το προσωπάκι του φωλιασμένο στον κόρφο της. Η μάνα τον σφίγγει στην αγκάλη της, ανασαίνει με λαχτάρα τις ανάσες του και μια στιγμή καρτερά. Μια στιγμή για το στερνό της κοίταγμα, το στερνό της δάκρυ, τα στερνά της λόγια. «Γιε μου… Αϊτέ μου…» Μια στιγμή μονάχα πριν ριχτεί στο βάραθρο. Σουλιώτισσες, Μοραΐτισσες, δολιομάνες, μορφές σκλαβωμένες μα και μορφές θεριεμένες που ρίχνονται σε αγώνα ανείπωτο για ν’ αλλάξουν την αλυσόδετη μοίρα τους. Στο Σούλι και στα Γιάννενα, στον Μοριά και στα Ψαρά, στη Ρούμελη και στο Μεσολόγγι, φτάνει η στιγμή του σηκωμού, η ώρα της Επανάστασης. Τότε αρχινά τούτο δω το μυθιστόρημα, όταν οι γονατισμένοι πιάνουν τ’ άρματα και ορθώνουν ψυχή και μπόι στον πανίσχυρο δυνάστη. Η Λέγκω, ο Σίμος, η Δέσπω, ο Νικόλας, η Αργυρώ και σιμά τους οι Κολοκοτρωναίοι, οι Τζαβελαίοι, ο Ανδρούτσος, ο Καραϊσκάκης, οι αρματωμένοι της Kλεφτουριάς κι οι απόστολοι της Φιλικής, οι μπουρλοτιέρηδες κι οι καπετάνισσες. Ήρωες και ηρωίδες του λαού μας που βαφτίστηκαν μια φορά στο λάδι για την πίστη τους και μια φορά στο αίμα για την πατρίδα τους. Αυτός είναι ο αγώνας τους. Αυτή είναι η Ιστορία μας.
Μια μικρή επαρχία, όπου κυριαρχούν ο άντρας και η πεθερά. Κορίτσια, που από μικρά ονειρεύονται τον γάμο και εξελίσσονται σε γυναίκες καταπιεσμένες, εξουθενωμένες απ’ τη δουλειά και πικρόχολες. Σ’ αυτή την κοινωνία θα βρεθεί η Αιμιλία, αφήνοντας την πρωτεύουσα το 1937, όταν δέχεται να παντρευτεί τον μουσικό και τραγουδοποιό Δάμο. Στο χωριό του, όπου συμβιώνουν μετά την Ανταλλαγή ντόπιοι και πρόσφυγες, οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους θα την αντιμετωπίσουν με καχυποψία και θα την αποκαλέσουν «η Πρωτευουσιάνα». Εκεί θα γνωρίσει και θα δεθεί με τη Σόνια, τη διάσημη μοδίστρα νυφικών, την προδομένη απ’ τον αρραβωνιαστικό της Κατινούλα, τη νεαρή Αννίτα, που για μια νεανική αμυαλιά υποχρεώνεται να παντρευτεί έναν άντρα που δεν αγαπά, και τη Νίνα, που έχει τα κότσια να ζήσει τη ζωή της όπως θέλει. Είναι μια εβδομάδα παντρεμένη, όταν η φωτιά, που αφάνισε τις αδελφές της στον Πόντο, της καταστρέφει ξανά τη ζωή. Ο Δάμος την εγκαταλείπει στους γονείς του και πηγαίνει στη Σαλονίκη. Ωστόσο, ο πόλεμος που θα έρθει θα αλλάξει τις ζωές όλων τους καταλυτικά και θ’ ανατρέψει πολλά κατεστημένα. Τα πρώτα σκιρτήματα αντίστασης γυναικών που ασφυκτιούν μες στην επαρχιακή κοινωνία στην οποία ζουν, όπου ο λόγος του άντρα είναι ΑΓΡΑΦΟΣ ΝΟΜΟΣ.
Η Στάμω, το υποταγμένο κορίτσι της Μάνης, μεταμορφώνεται από τη δύναμη του έρωτα κι από ένα μωρό. Κάτω από τον ίσκιο του Ταΰγετου. Μυστηριώδη εγκλήματα, μεγαλοπρεπή βαλς και μια πυρκαγιά που σαρώνει τα πάντα. Στη ζωή του Οδυσσέα, στη Βιέννη. Πολλά ανείπωτα μυστικά κι ένα καταραμένο περιδέραιο συγκλονίζουν την Κλοέ, στο Παρίσι. Η Αντέλ, στην Αθήνα, δέχεται να γίνει παρένθετη μητέρα για χάρη της φίλης της. Μόνο που ερωτεύεται τον άντρα της. Σκιές και χρώματα γίνονται ένα με τον Αχιλλέα, στο νησί του ήλιου, τη Ρόδο. Η Ιουλία, η Νέα Υόρκη και το αμερικάνικο όνειρο. Τι θα μπορούσε να πάει στραβά; Έξι ήρωες που διαμορφώνονται από τη δύναμη του πάθους τους. Από τον ιδρώτα, τα δάκρυα, τη θάλασσα. Πώς αλλιώς ονομάζεται η ευτυχία; Αλμύρα.
«Είμαστε αντίπαλοι;» ρώτησε χαμογελώντας ο Δημήτρης. «Πάντα θα είμαστε. Φαντάσου να παίζατε μόνο με τον εαυτό σας. Βαρετό δε θα ήταν;» του απάντησε η Άρτεμις με νάζι. Η τελευταία επιθυμία του Σταμάτη ήταν να βάλει τα Ρεμάλια ξανά στο παιχνίδι. Τα Ρεμάλια. Μια ποδοσφαιρική ομάδα εφήβων, που διαλύθηκε νωρίς, όπως κάθε εφηβικό όνειρο. Κι ύστερα… χάθηκαν. Τους πήρε ο χρόνος από το χέρι και τους έβαλε να παίξουν μπάλα με έναν δύσκολο κι επικίνδυνο αντίπαλο: τη γυναίκα. Δύσκολος παίκτης η γυναίκα, με όπλα άλλοτε φανερά και άλλοτε μυστικά, που τα επιστρατεύει σε κάθε αγώνα και σε κάθε ρόλο της. Είτε είναι μάνα είτε γιαγιά, είτε είναι σύζυγος ή ερωμένη, είτε κόρη ή εγγονή. Αέναος ο αγώνας αυτός που αιώνες τώρα δίνεται μες στης ζωής το γήπεδο. Ποιος είναι ο νικητής και ποιος ο ηττημένος, καμία σημασία. Γιατί είναι ο αγώνας που μετράει! Ένα είναι σίγουρο. Μπορεί ο αγώνας να είναι γένους αρσενικού, μα η ζωή είναι πάντα γυναίκα.