Λογοτεχνικά Βιβλία & Δοκίμια
(475)- Εμφάνιση
- 18
- 36
Η ζωή της Μυρσίνης, μέχρι τα δεκαοχτώ της χρόνια, ήταν ένα ανέμελο ταξίδι ξεγνοιασιάς και χαράς μέσα στο ευχάριστο και ήρεμο περιβάλλον του χωριού της. Ήταν το μικρότερο από τα πέντε κορίτσια της οικογένειας, μια όμορφη και έξυπνη κοπέλα, γεμάτη όνειρα και με ένα μέλλον να προμηνύεται λαμπρό. Όμως, ξαφνικά, όλα άλλαξαν. Μέσα σε μια στιγμή, η ζωή της καταστράφηκε, οι αξίες της ισοπεδώθηκαν, οι ισορροπίες της ανατράπηκαν. Ήταν λες και κάποιος την είχε καταραστεί. Κάθε φορά που συνέβαινε κάτι όμορφο και την έκανε να πιστεύει πως ο άνθρωπος γεννιέται για το φως, γύρω της πύκνωνε το σκοτάδι. Με κάποιο περίεργο τρόπο, ένα αόρατο χέρι έπαιρνε μακριά το καλό και έφερνε στη θέση του το κακό, σβήνοντας την ελπίδα. Ώσπου η Μυρσίνη κουράστηκε να διεκδικεί το φως και αφέθηκε στο σκοτάδι. Παραιτήθηκε και υποτάχτηκε στις βουλές της μοίρας, πριν προλάβει να καταλάβει πόσο πολύ είχε αγαπηθεί, πόσο ευλογημένη ήταν. Γιατί αυτές τις «ευλογίες» τις αντιλαμβάνεται κάποιος όταν, ώριμος πια, κάνει απολογισμό ζωής. Μα η Μυρσίνη δεν πρόλαβε. Κι ύστερα… Ύστερα, ήρθε η Μάγδα… Μια συγκλονιστική αληθινή ιστορία που αποδεικνύει περίτρανα το μεγαλείο της αγάπης, μια και, πέρα και πάνω απ’ όλα, αγαπάμε για να ζούμε και ζούμε για να αγαπάμε!
Η Ερατώ ζει μια συγκαταβατική ζωή, μια ζωή που της έδειξε το σκληρό της πρόσωπο από πολύ νωρίς. «Ψυχρή σύζυγο και αδιάφορη μητέρα» θα τη χαρακτήριζαν οι περισσότεροι, όμως η αλήθεια απέχει πολύ. Για τον άντρα της τον Αλέξανδρο νιώθει απέραντη ευγνωμοσύνη, καθώς εκείνος ήταν που την έσωσε από τη βίαιη και καταπιεστική θεία της, με την οποία ζούσε από τότε που έχασε τους γονείς της. Όμως, δεν μπορεί να νιώσει αγάπη – ούτε για εκείνον, ούτε και για την κόρη τους, ούτε καν για τον ίδιο της τον εαυτό. Μέσα της, όμως, σιγοκαίει μια φωτιά, που θα φουντώσει μόλις γνωρίσει τον Παύλο. Αυτός ο άντρας, ο οποίος σύντομα θα παντρευτεί την αδελφή του Αλέξανδρου, θα της ξυπνήσει πρωτόγνωρα συναισθήματα και την άσβεστη επιθυμία να πάρει για πρώτη φορά τη ζωή της στα χέρια της – με κίνδυνο να σκορπίσει αβάσταχτο πόνο γύρω της. Τι θα επιλέξει τελικά η Ερατώ; Θα παραδοθεί στη μαγεία του έρωτα και της αγάπης ή θα συνεχίσει να ζει μια ζωή φοβισμένη και κενή από κάθε συναίσθημα και απόλαυση;
Μερικές φορές αισθάνομαι κι εγώ κουρασμένη ακούγοντας τον ήχο των δακρύων μου. Άλλες, φοβάμαι πως τα καλύτερά μας χρόνια έχουν ήδη περάσει. Μα δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Βιώνω μια ολική έκλειψη καρδιάς. A total eclipse of the heart. Ιούλιος 1983. Μια παρέα, φίλοι από τον Πειραιά από την παιδική τους ηλικία, ταξιδεύει για την Τήνο. Ενώ βρίσκονται εν πλω, ο σύντροφος της Αρετής εξαφανίζεται μυστηριωδώς και οι αρχές θεωρούν πως έπεσε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες στη θάλασσα και πνίγηκε. Ιούλιος 1988. Η Αρετή παντρεύεται αιφνιδιαστικά με έναν συνάδελφό της και προσκαλεί τους φίλους της στο νέο της σπίτι. Το έκτακτο δελτίο ειδήσεων της κρατικής τηλεόρασης ανατρέπει μέσα σε μια στιγμή τα πάντα! Τα θαμμένα ψέματα βγαίνουν ορμητικά στην επιφάνεια. Οι λανθασμένες επιλογές τού χθες στοιχειώνουν το σήμερα. Η φιλία συγκρούεται μετωπικά με τον έρωτα… Μια καταιγιστική περιπέτεια με φόντο την αστραφτερή δεκαετία του ’80. Το θρυλικό πάρτι του Κηλαηδόνη στη Βουλιαγμένη και το λούνα παρκ Ροντέο στο Καλαμάκι. Οι πούλιες και τα ξεβαμμένα τζιν. Οι περμανάντ, οι φράντζες και οι χαίτες-λασπωτήρες. Οι θρυλικές ατάκες, οι μουσικές και οι ταινίες. Όλα μαζί μάς μεταφέρουν σε μια εποχή χωρίς κινητά τηλέφωνα, διαδίκτυο και σόσιαλ μίντια. Τότε που τα απλά πράγματα ήταν «και πολλή φάση, δικέ μου». Τα φιλαράκια «την έβρισκαν» να τα λένε από κοντά. Οι ερωτευμένοι επικοινωνούσαν με τραγούδια «αφιερωμένα εξαιρετικά». Και οι άνθρωποι, «βασικά», κοιτάζονταν στα μάτια…
1 δόση Άγκαθα Κρίστι 2 πρέζες Γούντι Άλεν 10 σταγόνες Κόναν Ντόιλ 1 Αυστραλός συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας που αλλάζει το είδος Έκανε τα πάντα για να αποφύγει αυτή την οικογενειακή συνάντηση. Τώρα είναι πολύ αργά. Έφτασε. Πάρκαρε. Μπήκε στο σαλέ. Το χιόνι έπεφτε τόσο πυκνό. Ήταν ζήτημα χρόνου να αποκλειστούν. Σαν μια ποντικοπαγίδα που περίμενε χρόνια να κλείσει. Και τι έκπληξη! Ένα φρέσκο πτώμα μόλις βρέθηκε εκεί έξω. Ποιος; Γιατί; Πώς; Να η ευκαιρία του Έρνι να αποδείξει τι σόι λαγωνικό είναι. Μα ο κατάλογος των νεκρών δεν κλείνει εδώ. Τα σώματα πέφτουν σαν τις νιφάδες. Όλο το χιόνι του κόσμου δε φτάνει να κρύψει τις πληγές του παρελθόντος. Κι όταν σταματήσει; Πόσοι θα μείνουν ζωντανοί; Αν θες να μάθεις, δεν έχεις παρά να χτυπήσεις την πόρτα. Καλύβα Νο 5. Ποιοι στ’ αλήθεια είναι οι Κάνιγχαμ;
Τα γουρούνια μπορεί να μην πετούν, αλλά σίγουρα έχουν υποστεί κάποια περίεργη μετάλλαξη. Το ίδιο ισχύει και για τους λύκους και τα ρακούν. Ένας άνδρας που κάποτε ονομαζόταν Τζίμι τώρα αυτοαποκαλείται Χιονάνθρωπος και ζει σ’ ένα δέντρο, τυλιγμένος με παλιά σεντόνια. Η φωνή της Όρυξ, της γυναίκας που αγάπησε, τον στοιχειώνει∙ τον περιπαίζει. Και τα Παιδιά του Κρέικ με τα πράσινα μάτια είναι, για κάποιο λόγο, δική του ευθύνη. Καλωσήρθατε στον εξωφρενικό κόσμο της Μάργκαρετ Άτγουντ.
Αργοστόλι 1953 Ο καταστροφικός σεισμός ανάγκασε τη Μάντη και τον Χρήστο, που αγαπιούνται από παιδιά, να πάρουν δρόμους χωριστούς, αφού εκείνος φεύγει με τον πατέρα του για τη Γερμανία. Έπειτα από μερικά χρόνια ο Χρήστος επιστρέφει και οι δυο νέοι παντρεύονται, πραγματοποιώντας το όνειρο τους. Η Μάντη όμως, που έχει ήδη επιβαρυμένη ψυχική υγεία, πολύ σύντομα κλονίζεται σοβαρά όταν ανακαλύπτει τα μυστικά που εκείνος της κρατούσε. Φοβούμενη τις κακές γλώσσες στο νησί, παίρνει τον Νικόλα, τον εξάχρονο γιο τους, και μετακομίζει στην Αθήνα. Το ζευγάρι μένει μακριά ο ένας από τον άλλον για είκοσι ολόκληρα χρόνια, χωρίς όμως ποτέ να πάρει διαζύγιο. Μέχρι που η Μάντη αρχίζει σταδιακά να χάνεται στα μονοπάτια του μυαλού της και τελικά διαγιγνώσκεται με πρώιμο Αλτσχάιμερ. Τότε τα πάντα θα ανατραπούν. Ο Χρήστος, η Μάντη, αλλά και ο Νικόλας θα πρέπει να ανακαλύψουν τη δύναμη της αγάπης και όσα εκείνη συγχωρεί…
Γεννημένος στη Σαγκάη στις αρχές του εικοστού αιώνα, ο Κρίστοφερ Μπανκς μένει ορφανός στην ηλικία των εννέα χρόνων, όταν εξαφανίζονται ο ένας μετά τον άλλο οι γονείς του. Τώρα, περισσότερο από είκοσι χρόνια μετά, είναι διάσημος ντετέκτιβ και οι υποθέσεις που λύνει μαγνητίζουν πάντα τη λονδρέζικη κοινωνία. Κι όμως, παρά την εμπειρία και την ικανότητά του, δεν έχει καταφέρει να ρίξει φως στις συνθήκες των υποτιθέμενων απαγωγών των γονιών του. Για τον λόγο αυτόν ο Μπανκς ταξιδεύει στη λαβυρινθώδη πόλη των παιδικών του χρόνων, με την ελπίδα να λύσει το μυστήριο του επώδυνου παρελθόντος του. Εκεί όμως ανακαλύπτει ότι ο πόλεμος καταστρέφει ανελέητα τη Σαγκάη και συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί πλέον να εμπιστευτεί ούτε τις αναμνήσεις του ούτε τους ανθρώπους γύρω του. Αριστουργηματικό και ψυχολογικά διεισδυτικό, το ΟΤΑΝ ΗΜΑΣΤΕ ΟΡΦΑΝΟΙ είναι ένα βιβλίο για τη μνήμη και το παρελθόν, γραμμένο με τον μοναδικό τρόπο του βραβευμένου με Νομπέλ Λογοτεχνίας Καζούο Ισιγκούρο.
«...και αφού, όπως λες, η γιαγιά σου γνωρίζει τι σας γράφουν τα αστέρια, γιατί δεν προσπαθείτε να το αποφύγετε, να το αλλάξετε;» «Γιατί δεν κάνει να αλλάζεις αυτό που σου γράφουν τ’ αστέρια. Πίσω τους έρχονται χειρότερα αν τα αποτρέψεις. Και τότε τ’ αστέρια κλαίνε.» «Κλαίνε; Γιατί;» «Κλαίνε για μας!» Ο σαραντάρης Ελληνοαμερικανός έμεινε σιωπηλός. Η δεκαεπτάχρονη Ρουμάνα τσιγγάνα τον κοιτούσε σοβαρή... Πενήντα χρόνια μετά, η μοίρα έμελλε να παίξει με τις ζωές δυο νέων ανθρώπων. Του νεαρού, πετυχημένου Στέφανου στην Αμερική και της όμορφης, μυστηριώδους Κασσάνδρας στην Αθήνα. Και οι δυο είχαν κληροδότημα ένα πανομοιότυπο δαχτυλίδι. Η μοιραία συνάντησή τους άλλαξε δραματικά τη ζωή του Στέφανου. Το αλλόκοτο χάρισμα της Κασσάνδρας, μακάβρια κληρονομιά χαμένη στην άβυσσο του χρόνου της οικογένειάς της, ήταν το μέσο της για να τολμήσει ό,τι φοβόταν πάντα η φυλή της: να αλλάξει αυτό που έγραψαν τα αστέρια. Όμως, όταν τα αστέρια κλαίνε... Το βιβλίο αποτελεί επανέκδοση του ομώνυμου βιβλίου της συγγραφέως.
Η Ζανίν, ένα φιλόδοξο φτωχοκόριτσο, έχει έναν στόχο στη ζωή της: να ξεφύγει από τη μιζέρια της λαϊκής γειτονιάς της και να αναρριχηθεί κοινωνικά. Με μοναδικό εισιτήριο την εντυπωσιακή εμφάνισή της, αποφασίζει να λάβει μέρος στα καλλιστεία, όπου και κερδίζει τον τίτλο ομορφιάς της Σταρ Ελλάς. Ως η ωραιότερη εστεμμένη καλλονή, τραβά πάνω της όλα τα φώτα της δημοσιότητας και από την πλήρη αφάνεια βρίσκεται στο επίκεντρο μιας αναπάντεχης δόξας, που τη μεθάει και τη συνεπαίρνει. Ο Άγγελος Ρασμάνης, διάσημος σχεδιαστής μόδας, την παίρνει υπό την προστασία του και με την καθοδήγηση και τις συμβουλές του γίνεται τηλεοπτικό αστέρι πρώτου μεγέθους. Η Ζανίν εξαργυρώνει την επιτυχία της πληρώνοντας κάθε τίμημα, προκειμένου να γίνει μέλος της κοινωνικής ελίτ που για χρόνια θαύμαζε στις κοσμικές στήλες. Οι ηθικές αξίες παύουν να υπάρχουν μπροστά στο χρήμα, στη λάμψη και τη δόξα. Όμως η σκηνή της μόδας και της τηλεόρασης έχει σκοτεινά παρασκήνια, με νόμους στους οποίους εκείνη πρέπει να υπακούσει. Και πρώτα από όλα να κρύψει την ύπαρξη της μάνας της και να ξεχάσει από πού προέρχεται… Όταν η χρυσόσκονη από την αυλαία της δόξας αρχίζει να σκορπίζει και η λάμψη των προβολέων σβήνει, τότε οι σκοτεινές πόρτες των παρασκηνίων ανοίγουν και βρίσκεσαι αντιμέτωπος με την πραγματικότητα.
Η υπαστυνόμος Σοφία Μήτση νομίζει πως είναι τυχερή. Το όνειρό της να πάρει μετάθεση στο Ανθρωποκτονιών επιτέλους πραγματοποιείται και είναι σίγουρη ότι η ζωή της θα αλλάξει προς το καλύτερο. Ο προϊστάμενός της, όμως, καυχιέται ότι βάζει τα θηλυκά στη θέση τους και την προσγειώνει απότομα στην πραγματικότητα. Την ημέρα που η Σοφία αναλαμβάνει υπηρεσία, μια γυναίκα εντοπίζεται νεκρή στο διαμέρισμά της – και αυτό είναι μόνο η αρχή. Αναζητώντας τη διαλεύκανση του μυστηρίου, η Σοφία θα οδηγηθεί σε σκοτεινά στενά της Αθήνας και του Πειραιά. Τα βήματά της θα διασταυρωθούν με εκείνα του Θωμά Δήμου, πρώην δημοσιογράφου και νυν ιδιωτικού ερευνητή. Και οι δύο μάχονται να επουλώσουν πληγές του παρελθόντος, μπλέκουν σε παγίδες του παρόντος και αναμετρώνται με τα όριά τους. Κάποιος δολοφονεί γυναίκες που αστράφτουν στις οθόνες των κινητών και παίζει πόκερ με τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Συναρπαστικοί ήρωες και ανατρεπτική πλοκή σε ένα σύγχρονο μυθιστόρημα για την αξία της φιλίας και τη μάχη των φύλων σε μια Αθήνα που ανοίγεται στη θάλασσα.
Μόλις ένα excel από το χάος… Τι κάνει τη ζωή τέλεια; Ο αναλογιστής μαθηματικός Χένρι Κόσκινεν ξέρει την απάντηση γιατί υπολογίζει τα πάντα με ακρίβεια δεκαδικού. Ξαφνικά, και για πρώτη φορά, ο Χένρι έρχεται αντιμέτωπος με τον αστάθμητο παράγοντα: χάνει τη δουλειά του και κληρονομεί ένα πάρκο περιπέτειας από τον αδελφό του, μαζί με τους παράξενους υπαλλήλους του και τα οικονομικά του προβλήματα. Το χειρότερο από αυτά: τα τεράστια δάνεια που είχε πάρει ο αδερφός του από κάποιους πολύ επικίνδυνους τύπους, οι οποίοι έχουν μια σχετική αγωνία να πάρουν πίσω τα χρήματά τους. Επίσης, ο Χένρι δεν έχει υπολογίσει τον παράγοντα αγάπη. Στο πάρκο, θα γνωρίσει τη Λάουρα, μια καλλιτέχνιδα με πολυτάραχο παρελθόν, πρόσχαρο και χαοτικό τρόπο ζωής, που τον αναστατώνει. Ενώ οι εγκληματίες παίρνουν όλο και πιο ακραία μέτρα για να εισπράξουν τα οφειλόμενα και η σχέση του Χένρι με τη Λάουρα εξελίσσεται, ο ήρωάς μας αντιμετωπίζει καταστάσεις και συναισθήματα που με τίποτα δεν μπορούν να συμπεριληφθούν σε ένα excel… Αστείο, γεμάτο με ιδιόρρυθμους χαρακτήρες και απίθανες καταστάσεις, το Παράγων λαγός είναι ένα εκπληκτικό, σκοτεινό θρίλερ. Όμως η έντασή του εξισορροπείται από το ότι μας παρουσιάζει μοναδικά την ομορφιά και την τυχαιότητα της ζωής.
Είναι χειμώνας στο Μπρούκλιν. Η χειρότερη θύελλα των τελευταίων ετών σαρώνει την πόλη. Στον χιονισμένο δρόμο, ο Ρίτσαρντ Μπάουμαστερ, ένας μοναχικός εξηντάρης καθηγητής, τρακάρει ελαφρά τη νεαρή Έβελιν Ορτέγα. Τίποτε ιδιαίτερο – μόνο που, λίγες ώρες αργότερα, τη βλέπει έκπληκτός να στέκεται στο κατώφλι του. Η Έβελιν, παράνομη μετανάστρια από τη Γουατεμάλα, δείχνει ταραγμένη και δε μιλάει πολύ. Ο Ρίτσαρντ καλεί τη γειτόνισσά του, τη Λουσία, να τον βοηθήσει να βγάλει άκρη. Αλλά κανείς τους δεν είναι προετοιμασμένος γι’ αυτό που έχει να τους πει η Έβελιν… Σε μια πόλη θαμμένη στο χιόνι, τρεις άνθρωποι έρχονται κοντά με απρόβλεπτο τρόπο. Μέσα σε λίγες ώρες, ανθίζουν ανάμεσά τους η συμπόνια, η αλληλεγγύη, ακόμα κι ένας έρωτας, θυμίζοντάς τους πως, στην καρδιά του χειμώνα, μπορείς να φυλάς μέσα σου ένα ανίκητο καλοκαίρι… Η Ιζαμπέλ Αλιέντε αφηγείται με τον ανεπανάληπτο τρόπο της μια ιστορία επίκαιρη όσο ποτέ, για την Αμερική του σήμερα, τη μετανάστευση και τη μοναξιά, αλλά και την ελπίδα, την ανθρωπιά και τις δεύτερες ευκαιρίες.
Από τη σοφίτα του Λίντονς, μιας εγκαταλειμμένης έπαυλης στην αγγλική ύπαιθρο, το βλέμμα της Φράνσις Τζέλικο πέφτει πρώτα πάνω στην Κάρα, σκοτεινή και όμορφη, και στη συνέχεια στον Πίτερ, σοβαρό και εντυπωσιακό. Το ζευγάρι περνάει το καλοκαίρι του 1969 στα δωμάτια κάτω από το δικό της, καθώς η Φράνσις μελετά την αρχιτεκτονική των γύρω κήπων. Αλλά η ρουτίνα της αλλάζει όταν ανακαλύπτει ένα ματάκι στο πάτωμα του μπάνιου της από το οποίο μπορεί να κατασκοπεύσει την ιδιωτική ζωή των γειτόνων της. Προς μεγάλη έκπληξη της Φράνσις, η Κάρα και ο Πίτερ δείχνουν προθυμία να τη γνωρίσουν. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή της που κάποιος την αποκαλεί φίλη και πολύ σύντομα οι τρεις τους περνάνε μαζί την κάθε μέρα: τρώνε υπέροχα γεύματα, πίνουν αμέτρητα μπουκάλια κρασί και καπνίζουν μέχρι που η στάχτη μαζεύεται σωρός πάνω στα σκονισμένα έπιπλα. Αλλά καθώς το καυτό καλοκαίρι φτάνει στο αποκορύφωμά του, γίνεται προφανές ότι η σχέση της Κάρα και του Πίτερ είναι περίπλοκη. Οι ιστορίες που λέει η Κάρα δε βγάζουν νόημα και, καθώς η Φράνσις μπλέκεται ολοένα και πιο βαθιά στη ζωή του σαγηνευτικού ζευγαριού, τα όρια ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα, στο σωστό και το λάθος, αρχίζουν να θολώνουν. Μέσα στην παρακμή όπου οι τρεις τους διολισθαίνουν, ένα μικρό έγκλημα θα οδηγήσει σε ένα μεγαλύτερο: ένα έγκλημα τόσο τρομερό, που θα στιγματίσει τη ζωή τους για πάντα. Το ΠΙΚΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ είναι ένα γοητευτικό ψυχογράφημα, μια κλειδαρότρυπα στους κινδύνους του πόθου, που δείχνει πού μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος προκειμένου να δραπετεύσει από το παρελθόν του.
ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΜΟΝΟ: ΕΣΥ, Μ’ ΕΚΑΝΕΣ ΠΛΟΥΣΙΟ ΣΕ ΠΟΝΟ ΚΙ ΕΓΩ ΠΟΥ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΚΑ ΣΚΛΗΡΑ, Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑΤΙ ΕΣΚΑΨΕΣ ΒΑΘΙΑ ΜΟΥ ΚΙ ΑΥΤΟΣ Ο ΠΟΝΟΣ Σ’ ΕΦΕΡΕ ΚΟΝΤΑ ΜΟΥ ΚΙ ΕΓΙΝΕ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΧΑΡΑ, ΧΑΡΑ. ΠΑΣΧΑ, 1946
Και δεν είναι ότι δε σκέφτομαι το θάνατο, τον πόλεμο, τη θυσία, τη Γαλλία, οτιδήποτε, μα μου λείπει η κατευθυντήρια αντίληψη, η σαφής έκφραση. Σκέφτομαι με αντιφάσεις. Η αλήθεια μου είναι κατατμημένη σε κομμάτια, που δεν μπορώ να τα δω παρά το ένα μετά το άλλο. Αν είμαι ζωντανός, θα περιμένω τη νύχτα για να σκεφτώ. Τη νύχτα την πολυαγαπημένη. Τη νύχτα η λογική κοιμάται και δεν υπάρχουν παρά μόνο τα πράγματα. Αυτά που έχουν πράγματι σημασία ξαναπαίρνουν τη μορφή τους, επιζούν απ’ τις καταστροφές των αναλύσεων της ημέρας. Ο άνθρωπος ενώνει ξανά τα κομμάτια του και ξαναγίνεται ήρεμο δέντρο.
Η Πολυξένη άνοιξε τον φάκελο που κρατούσε στα χέρια της. Ένα εξώφυλλο περιοδικού πρόβαλε μπροστά στα μάτια της και της έκοψε την ανάσα. Ήταν η κοπέλα που την επισκεπτόταν στα όνειρά της. Η ομοιότητά τους ήταν συγκλονιστική! Αυτή είναι η μητέρα σου. Τα καλλιγραφικά γράμματα της γιαγιάς της έκαναν τις συστάσεις. Σε ένα άλλο εξώφυλλο χαμογελούσε παιχνιδιάρικα και πίσω της ήταν ένας άντρας· κάποιος είχε κυκλώσει τη μορφή του. Αυτός είναι ο πατέρας σου, διάβασε και αναρωτήθηκε γιατί δεν υπήρχε ούτε μια φωτογραφία του στο σπίτι όπου έμενε με την Ασημίνα. Ήταν ένας ωραίος άντρας, ένας άντρας που είχε το ερωτευμένο βλέμμα του καρφωμένο στη μάνα της. Τουλάχιστον γεννήθηκα από έρωτα, σκέφτηκε κι ευχήθηκε, αν κάποτε αποκτούσε ένα παιδί, να ήταν από έρωτα. Μια λευκή κόλα χαρτί, που από τα χρόνια είχε ελαφρώς κιτρινίσει στις άκρες, ήταν διπλωμένη στα δύο. Την άνοιξε σχεδόν ευλαβικά για να μην τη σκίσει και διάβασε μία και μόνο λέξη: ΣΥΓΓΝΩΜΗ. Αυτή τη λέξη και μια απάντηση στο «γιατί», που της έτρωγε χρόνια την ψυχή, περίμενε η Πολυξένη από την Ασημίνα. Μα η συγγνώμη απαιτεί γενναιότητα και οι απαντήσεις αλήθεια, κι αυτή η γυναίκα δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτές τις αξίες. Καταχράστηκε καθετί δικό της –την ταυτότητά της, τα γνήσια έγγραφά της, την περιουσία της– κάνοντάς τη να νιώθει πως δεν ανήκει πουθενά· πως είναι… Πολύ-ξένη. Θα έρθει άραγε η λύτρωση; Και αν ναι, για ποια από τις δύο;
Μάρτη του 1902. Σ’ έναν παραποτάμιο οικισμό της Καππαδοκίας, την ώρα που ο καϊκτσής Δημητρός βλέπει τα νερά του ποταμού να βάφονται κόκκινα, γεννιέται η κόρη του, η ασθενική Νιόβη. Οι συντοπίτες της θα τη χαρακτηρίσουν ισκιερή και θα της χαρίσουν ελευθερίες ανάρμοστες για ένα θηλυκό, πιστεύοντας ότι για λίγο μόνο είναι γραφτό να ζήσει ανάμεσά τους. Μα το κορίτσι τούς διαψεύδει. Ο καιρός κυλά, έρχονται οι Βαλκανικοί κι ο Μεγάλος Πόλεμος, και οι αρμονικές σχέσεις Ρωμιών και Τούρκων δοκιμάζονται. Η μεγάλη φτώχεια κατατρύχει τον οικισμό και περισσότερο την οικογένεια της Νιόβης. Ώσπου μια μέρα, κι ενώ η Αυτοκρατορία βογκά σαν τον δράκο κάτω απ’ το δόρυ του Αϊ-Γιώργη από την ελληνική κυριαρχία στη Σμύρνη, ένας επιφανής Τούρκος μαγεύεται απ’ τα μαβιά της μάτια και φλέγεται να την αποκτήσει. Εκείνη έχει δώσει από μικρή την αγάπη της στον ατίθασο Φιλίπ, που ανοίγει την πόρτα σέρτικα, σαν κατακτητής. Μα ο νέος έχει από χρόνια χαθεί κυνηγώντας τα δικά του όνειρα στην Πόλη, την Οδησσό και σε πεδία μαχών, κι αυτή έχει μόνο ένα μενταγιόν να τη δένει μυστικά μαζί του. Κι ύστερα έρχεται η Καταστροφή κι η Ανταλλαγή... Ένα καράβι σαλπάρει χωρίζοντας στα δύο την ψυχή της. Το ένα κομμάτι πίσω, στην παλιά πατρίδα· το άλλο στη νέα, την αρχέγονη, όπου η ζωή καραδοκεί να δοκιμάσει διπλά τις αντοχές της, συνάμα όμως και του Φιλίπ. Η ζωή των τελευταίων Ελλήνων σε μια μικρή γωνιά της Καππαδοκίας και παράλληλα η ιστορία μιας ακατάλυτης μα αδιέξοδης αγάπης στη σκιά της Μικρασιατικής Καταστροφής και της Ανταλλαγής των πληθυσμών.
Τον Αύγουστο του 1984, η Μπέτι Μαχμουντί, Αμερικανίδα παντρεμένη με Ιρανό, ταξίδεψε με τον άντρα και την κόρη της στην Τεχεράνη. Έντρομη ανακαλύπτει κάποια στιγμή πως βρίσκεται δέσμια, στην ουσία, ενός φανατικού σε μια χώρα όπου οι γυναίκες είναι σχεδόν σκλάβες. Η μόνη ελπίδα διαφυγής βρίσκεται στα χέρια ενός παράνομου δικτύου λαθρεμπόρων. Αυτό το βιβλίο είναι η αληθινή ιστορία μιας γυναίκας που πέτυχε το ακατόρθωτο, μια Οδύσσεια που παρακολουθούμε με κομμένη ανάσα.