Λογοτεχνικά Βιβλία & Δοκίμια
(475)- Εμφάνιση
- 18
- 36
Τα λαγωνικά κυνηγούν λαγούς. Ο Ηρακλής Πουαρό κυνηγά δολοφόνους. Μια ηλικιωμένη γεροντοκόρη βρίσκεται δηλητηριασμένη μέσα στο σπίτι στην εξοχή. Όταν πριν από λίγο καιρό έπεσε από τη σκάλα, όλοι έλεγαν ότι έφταιγε η λαστιχένια μπάλα που άφησε στο κεφαλόσκαλο το σκυλάκι της. Όμως η ίδια η Έμιλι πίστευε πως κάποιος από τους συγγενείς της προσπάθησε να την ξεκάνει. Το έγραψε, μάλιστα, στον Ηρακλή Πουαρό στις 17 Απριλίου. Όμως ο Πουαρό πήρε το γράμμα της πολύ αργά, στις 28 Ιουνίου… όταν η γηραιά κυρία ήταν ήδη νεκρή… Τώρα μπορεί να κάνει μόνο ένα πράγμα για την παρ’ ολίγον πελάτισσά του: να βρει την αλήθεια, έστω και μετά τον θάνατό της…
Ένας λογοτεχνικός θρίαμβος του έρωτα και της μοναξιάς, του πολέμου και της τέχνης, αλλά και ένας γεμάτος αγάπη φόρος τιμής στον Μεγάλο Γκάτσμπι, το ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΜΕΝΤΑΤΟΡΕ είναι ένα συγκλονιστικό έργο φαντασίας από έναν από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της εποχής μας. Ήμουν έτοιμος να ζωγραφίσω το πορτρέτο του Γουατάρου Μενσίκι. Του Γουατάρου Μενσίκι που ζούσε στη λευκή έπαυλη, στην κορυφή του βουνού, στην απέναντι πλευρά της κοιλάδας. Αυτού του ασπρομάλλη άντρα για τον οποίο ακούγονταν διάφορες φήμες στη γειτονιά, ενός αναμφίβολα συναρπαστικού ατόμου. Με είχε επιλέξει, με είχε προσλάβει να του κάνω το πορτρέτο για ένα αμύθητο ποσό. Αλλά αυτό που συνειδητοποιούσα ήταν ότι αυτή τη στιγμή δεν ήμουν καν σε θέση να ζωγραφίσω ένα πορτρέτο. Ακόμα κι αυτή η συμβατική, ωφελιμιστική μορφή τέχνης ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου. Ήμουν στ’ αλήθεια κενός, ένα άδειο κέλυφος. Ο πρώτος τόμος ενός έπους από τον συγγραφέα που, σύμφωνα με τους New York Times, εφηύρε τη μυθιστοριογραφία του εικοστού πρώτου αιώνα.
Ένα μυθιστόρημα γεμάτο ανατροπές που ταξιδεύει με το Οριάν Εξπρές της καρδιάς μας στην αγκαλιά του ήλιου. Γιατί τη ζωή μας τη ζούμε στις πιο μικρές ευτυχισμένες μας στιγμές. Και γιατί αξίζει να γίνουμε ήλιοι για να φωτίσουμε τους σβησμένους ήλιους των άλλων…
Αυτή είναι η ιστορία της Όρα, μιας γυναίκας που προσπαθεί να σώσει με τον δικό της τρόπο τον δευτερότοκο γιο της, διασχίζοντας με τα πόδια το Ισραήλ, από την Ιερουσαλήμ ως τη Γαλιλαία, με σύντροφό της τον φίλο και εραστή των νεανικών της χρόνων Άβραμ. Καθώς περιπλανιέται αποφεύγοντας να μάθει τα κακά νέα για την τύχη του παιδιού της στο μέτωπο, η Όρα αναθυμάται και ανασταίνει μέσα από την αφήγησή της τη ζωή του, αλλά και την πορεία της χώρας στην οποία ζει – από τον Πόλεμο των Έξι Ημερών έως τις μέρες μας. Ως η φωνή της συνείδησης του γιου και της πατρίδας της, την οποία όμως κανείς από τους δύο δε θέλει να ακούσει, αυτή η μητέρα βρίσκεται στο επίκεντρο του συγκλονιστικού αντιπολεμικού αριστουργήματος που, κατά τραγική σύμπτωση, ταυτίστηκε με την ιστορία της ζωής του συγγραφέα του.
Είναι αδύνατον να καθορίσουμε με ακρίβεια τι είναι ποίηση∙ γιατί η γραφή της μας ξεφεύγει. Ο Άγγλος ποιητής John Keats σ’ ένα γράμμα του έλεγε ότι ο ποιητής δεν υπάρχει. Είναι ένας χαμαιλέων που προσαρμόζεται σε όλα τα περιβάλλοντα και τα είδη της ποιητικής γραφής. Επίσης μπορούμε να πούμε ότι ο ποιητής είναι όπως ο ψαράς που ρίχνει το δίχτυ του και πιάνει λέξεις, φράσεις, τις οποίες κατόπιν ανασκευάζει σε ποιήματα. Οι λέξεις αυτές μπορεί να είναι τρέχουσες ή σπάνιες, αναλόγως τι θέλει να παρουσιάσει. Εκεί επεμβαίνει ο προσωπικός χαρακτήρας του γράφοντος που ονομάζουμε ύφος. Πάντως τα ποιήματα δεν είναι παθητικά αποκυήματα της φαντασίας, αλλά ένα σύνολο που ενεργεί κι αλλάζει την πραγματικότητα πλουτίζοντάς την με νέες προοπτικές. Όσο για την ερμηνεία της σημασίας του κάθε ποιήματος, αυτό θα το κρίνει ο αναγνώστης ανάλογα με τις ευαισθησίες του.
Τον σκληρό χειμώνα του 1946, στη μεταπολεμική Γερμανία, η Ρέιτσελ Μόργκαν καταφτάνει στα χαλάσματα του Αμβούργου μαζί με τον γιο της, Έντμουντ, τον μοναδικό που επέζησε από τη λαίλαπα του πολέμου. Εκεί σμίγει ξανά με τον σύζυγό της, Λιούις, Βρετανό συνταγματάρχη που συμμετέχει στην ανοικοδόμηση και αποκατάσταση της ρημαγμένης πόλης. Φτάνοντας, όμως, στο νέο της σπίτι, η Ρέιτσελ αιφνιδιάζεται από την τολμηρή απόφαση του συζύγου της: θα μοιράζονται το μεγάλο οίκημα με τους προηγούμενους ιδιοκτήτες του, έναν Γερμανό χήρο και τη δύστροπη κόρη του. Σε αυτή την τεταμένη ατμόσφαιρα, η εχθρότητα και ο θρήνος θα δώσουν σταδιακά τη θέση τους στο πάθος και στην προδοσία. Μια βαθιά συγκινητική ιστορία για μια αγάπη που γεννιέται από το μίσος.
Στο λυκόφως του 19ου αιώνα η Ερμούπολη είναι μια από τις πλουσιότερες πόλεις της Ελλάδας. Το χρωστά στους πρόσφυγες από τα καμένα νησιά της Επανάστασης, κυρίως Χιώτες αλλά και Κασιώτες και Ψαριανούς, που βρήκαν στη Σύρο καταφύγιο. Οι ίδιοι οι Συριανοί, κατά βάση άνθρωποι φτωχοί, καθολικοί στο θρήσκευμα, βρίσκονται μαζεμένοι στην καστροπολιτεία τους, στην Απάνω Χώρα, και στα γύρω χωριά. Χιώτικης καταγωγής είναι ο πλοιοκτήτης Γιάννης Περσελής και ο καπετάνιος του, Στρατής Σορώπος· Απανωχωρίτισσα είναι η Καρμελίνα Ρούσσου που κατεβαίνει στο λιμάνι για να μείνει στους θείους της. Εκεί θα γνωρίσει τον αδελφό του Στρατή, τον Νικόλα, που αγαπά τα βιβλία και τους στίχους, δε στεριώνει εύκολα σε δουλειές και του αρέσουν οι γυναίκες και τα γλέντια. Στην άλλη άκρη ο Στρατής, πειθαρχημένος, πρόωρα φορτωμένος με ευθύνες και αρραβωνιασμένος με τη Μέλπω, θα γνωρίσει την Ιουλία Περσελή τη μέρα που θα το σκάσει από την Ερμούπολη και τον γάμο που της έχουν κανονίσει, αναζητώντας καταφύγιο στο πλοίο του πατέρα της. Παραμονές ενός καταστροφικού πολέμου, ο Στρατής, η Ιουλία, ο Νικόλας κι η Καρμελίνα αγωνίζονται να χαράξουν την πορεία τους με όσα τους υπαγορεύει η καρδιά τους. Πράγμα δύσκολο σε μια κοινωνία που δεν επιτρέπει ούτε συγχωρεί εύκολα κάθε είδους παρεκκλίσεις…
Εν αρχή, ένας άνδρας σκορπίζει καναρόσπορους στους δρόμους για να δελεάσει κουκουβάγιες που θα του φέρουν πίσω την αγαπημένη του. Τίποτα πιο δελεαστικό για τον αναγνώστη, που, όσο προχωράει η αφήγηση, βυθίζεται στην ιστορία μιας οικογενειακής κατάρας και σ’ αυτήν μιας καταραμένης χώρας που δοκιμάζεται σαν τον Ιώβ με αλλεπάλληλους κατακλυσμούς, σεισμούς, επιδημίες, δικτατορίες και άλλες μάστιγες, και σώζεται μονάχα με τη δύναμη της πίστης στους μύθους και στα θαύματα των μύθων. Ένας τέτοιος μύθος ξεδιπλώνεται σ’ αυτό το μαγικό μυθιστόρημα που ο αφηγητής του διασχίζει, πληγωμένος αλλά όρθιος, έναν αιώνα ιστορία του τόπου του.
ΥΣΤΕΡΑ ΕΒΑΛΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΑΡΑΚΙ ΣΤΗ «ΘΗΚΗ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟΥ» ΑΠΟ ΜΑΥΡΟ ΜΠΟΞ ΠΟΥ ΜΟΛΙΣ ΤΟ ΠΡΩΙ ΤΗΝ ΕΙΧΕ ΑΓΟΡΑΣΕΙ. ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΜΙΑ ΦΤΗΝΗ, ΜΙΑ ΠΛΑΣΤΙΚΗ Ή ΑΠΟ ΔΕΡΜΑ ΜΕΝ ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΚΑΙ ΜΠΟΞ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΑΚΡΙΒΟΤΕΡΑ. ΤΟΝ ΧΤΥΠΗΣΕ ΟΜΩΣ ΣΤΟ ΜΑΤΙ Η ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΘΗΚΗ, ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΗΡΕ ΑΣΥΖΗΤΗΤΙ. ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΤΟΥ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ ΠΡΟΟΡΙΖΕΤΑΙ – ΧΑΛΑΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΠΟΞ! ΤΟ ΕΝΤΕΛΩΣ ΠΡΩΤΟ ΤΟΥ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ, ΣΤΑ 51 ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ.
Για τον πεντάχρονο Τζακ το Δωμάτιο είναι ο κόσμος. Εκεί γεννήθηκε, εκεί τρώει, εκεί κοιµάται, εκεί παίζει και µαθαίνει µαζί µε τη Μαµά του. Γι’ αυτόν, το Δωµάτιο κρύβει αµέτρητα θαύµατα, πλούσια και ανεξάντλητη τροφή για τη φαντασία του: ο Αυγοφίδης στο Κάτω Από το Κρεβάτι, φτιαγµένος από τσόφλια αυγών, ο φανταστικός κόσµος της Τηλεόρασης, η παρηγορητική ζεστασιά της Ντουλάπας, κάτω από τα κρεµασµένα ρούχα, εκεί όπου η Μαµά τον ασφαλίζει τα βράδια, για την περίπτωση που ο ΣαταΝίκ τούς επισκεφθεί. Το Δωµάτιο είναι σπίτι για τον Τζακ, για τη Μαµά όµως δεν είναι παρά η φυλακή όπου είναι κλεισµένη από τα δεκαεννιά της – εφτά χρόνια τώρα. Με οδηγό την αδιαπραγµάτευτη αγάπη της για το γιο της, η Μαµά έχει δηµιουργήσει για χάρη του µια ολόκληρη ζωή σ’ ένα χώρο µόλις έντεκα τετραγωνικών. Όσο όµως µεγαλώνει η λαχτάρα του Τζακ να γνωρίσει τον κόσµο του, τόσο γιγαντώνεται και η απελπισία της Μαµάς. Το Δωµάτιο είναι η ιστορία της ακαταδάµαστης αγάπης που ανθεί κάτω από τις πιο οδυνηρές συνθήκες˙ του ακριβού σαν διαµάντι δεσµού ανάµεσα σε µητέρα και παιδί. Πρόκειται για ένα καθηλωτικό, εξυψωτικό και συνάµα σοκαριστικό µυθιστόρηµα, µια ιστορία βαθιά ανθρώπινη και αβάσταχτα συγκινητική. Το Δωµάτιο είναι ένα µέρος που δε θα ξεχάσετε ποτέ.
Λονδίνο, 1850. Η πόλη ετοιμάζεται για τη Μεγάλη Έκθεση, και τα πλήθη συρρέουν στο Χάιντ Παρκ για να παρακολουθήσουν την ανέγερση του εντυπωσιακού κτιρίου που θα τη φιλοξενήσει. Ανάμεσά τους, η όμορφη, γεμάτη όνειρα Άιρις, και ο Σίλας, ο παράξενος, μονήρης συλλέκτης. Για την Άιρις, η συνάντησή τους είναι μια ασήμαντη στιγμή που ξεχνά αμέσως. Για τον Σίλας, ένα γεγονός που του αλλάζει τη ζωή. Ο Σίλας δεν είναι ο μόνος που προσέχει την ομορφιά της Άιρις. Ο Λούις Φροστ, ένας νεαρός ζωγράφος από τον κύκλο του Προραφαηλιτών, της ζητά να ποζάρει για έναν πίνακά του. Εκείνη δέχεται με έναν όρο: να τη μάθει να ζωγραφίζει. Και ένας καινούργιος κόσμος γεμάτος υποσχέσεις ανοίγεται μπροστά της… Όμως ο Σίλας καιροφυλακτεί. Η σκέψη της Άιρις τον στοιχειώνει από τη μέρα που συναντήθηκαν και το πάθος του γίνεται ολοένα και πιο σκοτεινό. Η συναρπαστική, αγωνιώδης ιστορία μιας γυναίκας που διεκδικεί την ελευθερία και το δικαίωμα στη δημιουργία ενάντια στις κοινωνικές προκαταλήψεις, κι ενός άντρα που με την αρρωστημένη εμμονή του απειλεί να την καταστρέψει για πάντα.
Η Μαρίνα κοίταξε το νερό που έτρεχε στη γούρνα και μετά τη λεύκα που θρόιζε απαλά πάνω από το κεφάλι της. Είχε συνδέσει αυτό το θρόισμα με την παρουσία της μητέρας της. Και τώρα, νόμιζε ότι άκουγε τη φωνή της να ψιθυρίζει κάτι. Αφουγκράστηκε καλύτερα για να ξεχωρίσει τα λόγια. Θα σ᾽ αγαπάω πάντα... Θα σε προσέχω από ψηλά... Μα πώς δεν το είχε σκεφτεί αυτό; Η μαμά της την παρακολουθούσε και την πρόσεχε από ψηλά! Kαρπός ενός μεγάλου έρωτα, η Μαρίνα ζει τα πρώτα παιδικά της χρόνια μέσα στη θαλπωρή που της εξασφαλίζουν η αγάπη και η στοργή των γονιών της. Πολύ μικρή όμως χάνει τη μητέρα της και βιώνει τη μοχθηρία της μητριάς της, η οποία, μετά το θάνατο και του πατέρα, κυριεύεται από μια ανεξέλεγκτη μανία εκδίκησης απέναντί της. Το αποκορύφωμα είναι μια πλεκτάνη που στέλνει την ανύποπτη Μαρίνα στη φυλακή με βαρύτατες κατηγορίες. Στην άλλη άκρη της πόλης, ο Παναγιώτης γνωρίζει από μικρός την ορφάνια και τη μιζέρια. Το αγόρι μεγαλώνει στους δρόμους, στα ορφανοτροφεία και τα αναμορφωτήρια. Και όμως, η μοίρα έχει αναθέσει στον Παναγιώτη ένα ρόλο καταλυτικό. Εντελώς αναπάντεχα, οι δρόμοι τους διασταυρώνονται μόνο για μια στιγμή. Θα σταθεί όμως αυτό αρκετό για να βρει εκείνος τη λύτρωση και η Μαρίνα την ευτυχία;
H Λίσμπετ Σαλάντερ καταστρώνει την εκδίκησή της απέναντι στον άνθρωπο που προσπάθησε να τη σκοτώσει και στις κυβερνητικές οργανώσεις που παραλίγο να καταστρέψουν τη ζωή της. Αλλά η αποστολή της δεν είναι εύκολη. Γιατί μετά τη σφαίρα που δέχτηκε στο κεφάλι, νοσηλεύεται στην Εντατική υπό στενή επιτήρηση, και όταν βγει θα οδηγηθεί στο δικαστήριο κατηγορούμενη για τρεις φόνους και μία απόπειρα δολοφονίας. Με τη βοήθεια του δημοσιογράφου Μίκαελ Μπλούμκβιστ και των συνεργατών του στο περιοδικό Μιλένιουμ, η Λίσμπετ θα πρέπει να αποδείξει την αθωότητά της αλλά και να καταγγείλει τους διεφθαρμένους πολιτικούς που έχουν αφήσει τους αδύναμους να γίνουν θύματα βίας και κατάχρησης. Θύμα και η ίδια, η Λίσμπετ είναι έτοιμη να αντεπιτεθεί και να αγωνιστεί με νύχια και με δόντια. Το τελευταίο βιβλίο της τριλογίας MILLENNIUM που έχει συναρπάσει εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο.
Είναι ντροπή να μην ξέρεις το όνομα του πατέρα σου… Είναι ντροπή η μάνα σου να μένει αστεφάνωτη… Είναι ντροπή να είσαι η κόρη του εχθρού… Η Λένη είναι το κορίτσι της ντροπής. Ο πόλεμος έχει τελειώσει και οι Έλληνες προσπαθούν να ξεχάσουν τη γερμανική Κατοχή. Η Λένη, όμως, με τα γαλανά της μάτια και τα ξανθά της μαλλιά, τους εμποδίζει. Προσβάλλει με την ύπαρξή της τα χρηστά ήθη της εποχής. Απέναντι σε μια πατρίδα που δεν την αποδέχεται, θα αναζητήσει ένα καλύτερο μέλλον στο Μόναχο. Εκεί θα γνωρίσει τον Γιόχαν, που προσπαθεί να αποτινάξει το στίγμα που του κληροδότησε ο πατέρας του. Η Λένη θέλει να βρει τις ρίζες της, ο Γιόχαν θέλει να κάψει τις δικές του. Όλοι γνωρίζουν, μα κανείς δε μιλάει. Στα πρόσωπά τους οι άλλοι βλέπουν τον εχθρό. Είναι όμως στ’ αλήθεια εχθρός το παιδί του εχθρού; Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα, βασισμένο στις αληθινές ιστορίες των παιδιών που έζησαν τα λάθη της Ιστορίας και πλήρωσαν τις αμαρτίες των γονιών τους.
Μέσα σε μια θύελλα αλλαγών, υπάρχει αγάπη που μπορεί να μείνει όρθια; Την ημέρα που η Στεφανία επαναπροσλαμβάνεται, για ένα καλοκαίρι, στην παλιά της δουλειά στην τηλεόραση ως εκφωνήτρια του καιρού, ο άντρας της ο Θοδωρής χάνει τη δική του. Τώρα οι ρόλοι αντιστρέφονται. Εκείνη φέρνει τα λεφτά στο σπίτι, ενώ εκείνος σιδερώνει, μαγειρεύει μπιφτέκια και πηγαίνει τα παιδιά στη στάση για να περάσει το σχολικό να τα πάρει. Στο μεταξύ, η Βάλια, εκπαιδευόμενη στην εταιρεία όπου δούλευε ο Θοδωρής, έχει βάλει στο μάτι τον γοητευτικό πρώην συνάδελφό της. Την ίδια εποχή, ξαναγυρίζει, διεκδικώντας την αγάπη του γιου του, ο πατέρας του Θοδωρή, που είχε φύγει από το σπίτι, εγκαταλείποντας γυναίκα και γιο, τεσσάρων ετών τότε. Αλλά και ο οικονομικός διευθυντής στο κανάλι όπου εργάζεται η Στεφανία θεωρεί αυτονόητο πως κάθε εργαζόμενη πρέπει να ανταποκρίνεται στις ερωτικές του διαθέσεις. Η δε προϊσταμένη της θέλει να τη βγάλει από τη μέση για να βάλει στη θέση της τη βαφτισιμιά της. Οι πειρασμοί, οι δυσκολίες και τα μυστικά εμφανίζονται από παντού. Η αντιστροφή των ρόλων κινδυνεύει να διαλύσει τον γάμο του ζευγαριού. Πόσο ευάλωτοι είναι στις αλλαγές; Άραγε, θα επαναλάβουν τα λάθη των γονιών τους ή θα προχωρήσουν στη ζωή τους μέσα από ισχυρούς δεσμούς αγάπης; Ένα δυνατό, συναρπαστικό μυθιστόρημα για την εύθραυστη ισορροπία των σχέσεων.
Τελικά, είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να καταλάβει απόλυτα κάποιον άλλο; Μπορεί να επενδύουμε άπειρο χρόνο και ενέργεια στην επίμονη προσπάθεια να μάθουμε ένα άλλο πρόσωπο, αλλά στο τέλος πόσο μπορούμε να πλησιάσουμε την ουσία αυτού του προσώπου; Πείθουμε τον εαυτό μας ότι γνωρίζουμε καλά αυτό το άλλο άτομο, αλλά μαθαίνουμε ποτέ στ’ αλήθεια κάτι σημαντικό για οποιονδήποτε; Ο τριαντάχρονος Τόρου Οκάντα χάνει τη δουλειά του, τη γάτα του και λίγο αργότερα τη γυναίκα του και αποδύεται στην αναζήτησή τους. Η ήρεμη ρουτίνα της ζωής του ανατρέπεται και ξεκινά μια παράξενη διαδρομή στην οποία τον καθοδηγούν (αν και ασαφώς) διάφοροι χαρακτήρες που ο καθένας τους έχει να του αφηγηθεί και από μια ιστορία. Αστυνομικό μυστήριο, το χρονικό ενός γάμου υπό διάλυση, μια ανασκαφή θαμμένων μυστικών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου: το αριστουργηματικό αυτό μυθιστόρημα είναι όλα αυτά μαζί, αλλά κυρίως μια απόδειξη της ακατάτακτης συγγραφικής ευφυΐας του Μουρακάμι.
Ο Τεό, ένας νεαρός πανέξυπνος Παριζιάνος, αρρωσταίνει ξαφνικά χωρίς να μπορεί κανείς να βρει την αιτία. Κι εδώ μπαίνει στο παιχνίδι η θεία Μάρθα, μια πλούσια, μορφωμένη και δυναμική γυναίκα. Πιστεύει πως γνωρίζει το καλύτερο φάρμακο για τον Τεό και αποφασίζει να τον πάρει μαζί της σ’ ένα θαυμαστό ταξίδι. Θα κάνουν το γύρο του κόσμου των θρησκειών. Από τη Ρώμη ως την Κωνσταντινούπολη κι από την Ιερουσαλήμ μέχρι την Τζακάρτα και το Ντακάρ οι δύο ταξιδιώτες, κι εμείς μαζί τους, γνωρίζουν νέους κόσμους, σοφούς, κληρικούς, γιόγκι, σούφι, και απλούς ανθρώπους του λαού, αλλά προπαντός τη θρησκεία τους. Όταν φτάνουν στο τέλος του ταξιδιού τους, όλα έχουν αλλάξει. Αυτή η πραγματική οδύσσεια έχει διευρύνει το πνεύμα του Τεό και συμπυκνώνεται σε λίγα μόνο λόγια: «Αυτό το πνεύμα το ανώτερο, το θείο, το βρήκα λίγο πολύ παντού», λέει. «Και τη δύναμή του την ένιωσα μέσα μου μεγάλη και καταλυτική». Ένα βιβλίο που μας γνωρίζει τις θρησκείες όλου του κόσμου μέσα από μια μυθιστορηματική ταξιδιωτική περιπέτεια.
Το προξενιό της Ιουλίας Βένιου με τον μεγαλοκτηματία Γιωργίκη Προβιό έμελλε να γίνει το σπουδαίο νέο ολάκερου του κάμπου της Λάρισας. Έπειτα από μερικά χρόνια, ο επίλογος του γάμου της σφραγίζεται με τη δολοφονία του συζύγου και της τρίχρονης κόρης της. Η ίδια, έχοντας καταδικαστεί σε θάνατο, παραμένει αμίλητη, αποδεχόμενη τη μοίρα και, συνεκδοχικά, την ενοχή της. Έξι ημέρες πριν από την εκτέλεσή της, η νεαρή δημοσιογράφος Αλεξάνδρα Γκίκα προσπαθεί να της πάρει μια συνέντευξη μέσα στις Φυλακές Αβέρωφ, όπου και κρατείται· στο πλευρό της ο δικηγόρος Δημητρός Ατζαλίνας. Οι αχνές μνήμες της καταδικασμένης, που δείχνει να ξυπνάει από τον λήθαργο, θα τους γυρίσουν πέντε χρόνια πίσω, στη μετεμφυλιακή εποχή τον Δεκέμβριο του 1949. Η αφήγησή της γεννά και στους δύο ζωηρές υποψίες πως υπάρχει μια «πλάγια ιστορία», μια δεύτερη εξήγηση των γεγονότων που η αποδοχή και απόδειξή της μπορεί να την αθωώσει. Αλλά ο χρόνος που τους απομένει είναι λιγοστός. Υποθέσεις, συνδέσεις γεγονότων, συνειρμοί, αποφάσεις κι ένας αγώνας δρόμου για να αποδείξουν την αθωότητά της, ενώ οι δείκτες του ρολογιού έχουν ξεκινήσει ήδη να μετρούν αντίστροφα. Τα γεγονότα δικαιολογούν κάθε ψήγμα αισιοδοξίας. Η αλήθεια, όμως, δεν έχει φανερώσει την τελική της όψη...