ΕΓΓΡΑΦΗ
Νέο μέλος; Δημιούργησε λογαριασμό και ξεκίνα τις αγορές σου.

Για να εξαργυρώσεις πόντους, σύνδεσε την Shell GO+ κάρτα σου ή δημιούργησε νέα.
ΣΥΝΔΕΣΗ
Ο Νίκος δεν ήταν για τη Λίνα ένα απλό γειτονόπουλο που έπαιζε μαζί του στον κήπο με τις μουριές. Ήταν η πρώτη της αγάπη. Και, πριν από αυτό, ήταν ο μυστικοσύμβουλος και μέντοράς της, καθώς την περνούσε εννέα ολόκληρα χρόνια και στα μάτια της φάνταζε παντογνώστης. Αργότερα, όταν η εφηβεία ωρίμασε το νεανικό της κορμί, ο Νίκος τής έμαθε τα μυστικά του έρωτα και του πάθους. Λίγο μετά όμως, στα δεκαοχτώ της χρόνια, η Λίνα πέρασε από την απόλυτη ευτυχία στην απόλυτη απελπισία, όταν εκείνος την εγκατέλειψε γνωρίζοντας ότι στα σπλάγχνα της μεγάλωνε το παιδί τους. Οι δοκιμασίες της όμως δε σταμάτησαν εκεί. Μια σειρά από ανείπωτες τραγωδίες και απώλειες αγαπημένων προσώπων ρήμαξαν τα νιάτα της, την πέταξαν στην ορφάνια και την άφησαν ολομόναχη και αβοήθητη, να πρέπει να σταθεί όρθια για να θρέψει το πλάσμα που είχε φέρει στον κόσμο. Η Λίνα μάτωσε από τη σκληρή δουλειά αλλά, εφτά χρόνια αργότερα, στεκόταν επιτέλους στα πόδια της κι ένας καινούργιος έρωτας φώτισε με το λαμπερό του φως τη μαυρισμένη της καρδιά. Η τύχη είχε αρχίσει επιτέλους να της χαμογελά. Και τότε, έκανε ξαφνικά την εμφάνισή του ο Νίκος, διεκδικώντας ξανά την καρδιά της και το παιδί του.
«Είναι υψηλό το τίμημα που καλούνται να πληρώσουν τα φαντάσματα. Κι αυτό ακριβώς είμαι πλέον εγώ. Ένα φάντασμα, ένα στοιχειό. Με τη δική μου θέληση, με τον δικό μου τρόπο. Ένα φάντασμα που κινείται αθόρυβα ανάμεσα στον κόσμο. Κι εκείνοι; Εκείνοι με κοιτάζουν, αλλά δε με βλέπουν. Με ακούνε αλλά δε με αφουγκράζονται. Με συναναστρέφονται, αλλά δε με ξέρουν…» Ένας κατά συρροήν δολοφόνος σκοτώνει γυναίκες στο παρόν αντιγράφοντας γυναικοκτονίες του παρελθόντος που παρέμειναν ατιμώρητες. Στην άψογα σκηνοθετημένη σκηνή του εγκλήματος, ο δολοφόνος αφήνει «δωράκια» για την αστυνομία: έξτρα στοιχεία, με τα οποία μπορούν να συλληφθούν πλέον οι ένοχοι του παρελθόντος. Όλα τα θύματα φορούν ένα κόσμημα πανομοιότυπο με αυτό που έχει η υπαστυνόμος Νόρα Δενδρινού πάντα στον λαιμό της: ένα καλλιγραφικό κεφαλαίο «Ν» κλεισμένο σ’ ένα σπιτάκι. Η πρό(σ)κληση του δολοφόνου προς εκείνη είναι σαφής. Το παιχνίδι αρχίζει. Μαζί της, ο υπαστυνόμος Νικόλας Παναγιωτίδης και η ιδιωτική ερευνήτρια Ελπινίκη Ντόκα. Οι τρεις τους εγκλωβισμένοι σε μια αρένα θανάτου. Μπορεί το παρόν να ξεκλειδώσει το παρελθόν; Μπορεί η εκδίκηση να σημάνει δικαίωση; Διότι κάποιες φορές «το παρελθόν δεν έχει έρθει ακόμη και το μέλλον δεν είναι όπως παλιά…»
…Κι ύστερα έκλεισε τα χέρια του γύρω μου κι ύστερα βυθίστηκα στην αγκαλιά του άντρα που αγαπούσα. Το χαμόγελό του έγινε ένα με το τρέμουλο της καρδιάς μου. Κι ύστερα θόλωσαν τα μάτια μου από τη γλύκα του σμιξίματός μας. Ακόμα και το φεγγάρι θολό μού φάνταζε. Ήταν εκείνη η ώρα η παραδεισένια. Η ώρα που τα δυο κορμιά μας έγιναν ένα. Ο Ανδρέας μού έλεγε πως με αγαπούσε. Και το ολόγιομο φεγγάρι άκουσε τα λόγια του, έγινε κατακόκκινο από χαρά κι έγειρε για να δροσιστεί στο κανάλι του γλυκού νερού που λίμναζε ανάμεσα στους καλαμιώνες. Το άκουσα στ’ αλήθεια να αναστενάζει από ευτυχία. Το κοίταξα πώς έλαμπε ψηλά στον ουρανό. Το κοίταξα πώς λουζόταν στο νερό δίπλα μου. Ήταν ευλογημένη εκείνη η νύχτα. Η νύχτα με τα δίδυμα φεγγάρια... Ένας πρίγκιπας. Ένα άσπρο άλογο. Μια νύχτα με δίδυμα φεγγάρια, που ανάσαινε την ομορφιά της Κερκίνης. Κι η Αλίκη φέρνει στον κόσμο δύο δίδυμα κοριτσάκια. Μόνο που αναγκάζεται να πουλήσει το ένα της παιδί… Η Αγάπη και η Ελισάβετ μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό. Μεγαλώνουν χωρίς να ξέρουν την ύπαρξη η μια της άλλης. Μέχρι που οι ζωές τους μπλέκονται αδυσώπητα. Ένα μυθιστόρημα για τον έρωτα, την αναπνοή του Θεού πάνω στη γη. Μια ιστορία βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, που χορεύει ανάμεσα στο όνειρο και την αλήθεια, προσπαθώντας να κεντήσει την ίδια την αγάπη.
Κέρκυρα, 1916. Δυο κόσμοι διαφορετικοί σμίγουν μοιραία, καθώς χιλιάδες Σέρβοι στρατιώτες και πρόσφυγες καταφθάνουν στο νησί του Ιονίου, μέσα στη δίνη του Μεγάλου Πολέμου. Μετά τον Αλβανικό Γολγοθά και την κατάληψη της χώρας τους, οι αποδεκατισμένοι Σέρβοι βρίσκουν έναν σωτήριο τόπο για να επουλώσουν τις αμέτρητες πληγές τους, μα τα βάσανά τους δεν έχουν τελειωμό, καθώς οι επιδημίες θα πλήξουν μεγάλο κομμάτι των διασωθέντων. Στη σκιά ετούτης της πρωτοφανούς κατάστασης, ο έρωτας, αν και φαντάζει περιττή πολυτέλεια, έρχεται δικαιωματικά στο προσκήνιο και διατρανώνει το μεγαλείο του. Μια ιστορία αγάπης μεταξύ ενός Σέρβου στρατιώτη, του Ντιμίτρι, και μιας Κερκυραίας, της Σωτηρίας, θα γεννηθεί απρόσμενα μέσα από τα αποκαΐδια του πολέμου και των κακουχιών. Εκείνη βιώνει έναν μαρτυρικό γάμο στη σκιά ενός αδίστακτου άρχοντα του νησιού. Εκείνος, κομμάτι ενός πολεμικού δράματος, ψάχνει απεγνωσμένα ελπίδα σε τούτον τον τόπο. Ο έρωτάς τους γεννιέται παράδοξα, γεφυρώνοντας δεσμεύσεις, πατρίδες, συνθήκες, κόσμους, ενάντια σε όλους και όλα. Μα είναι αποφασισμένοι να τον τιμήσουν. Θα τα καταφέρουν;
Μια αρχοντική οικογένεια της Σμύρνης, με ρίζες απ’ την Κρήτη, βιώνει το 1922 την καταστροφή της πόλης όπου ζει. Μέσα από τον ορυμαγδό η οικογένεια θα βγει αποδεκατισμένη και όσοι καταφέρουν να επιβιώσουν θα καταλήξουν ύστερα από ένα επώδυνο ταξίδι στην Κρήτη και στον Πειραιά. Μαζί με άλλους εκπατρισθέντες θα παλέψουν με χίλιες αντιξοότητες και θα δημιουργήσουν μια νέα ζωή, χωρίς ποτέ να βγάλουν από την καρδιά και τη μνήμη τους την κορωνίδα των μικρασιατικών πόλεων και χωρίς να επουλωθούν οι πληγές του ξεριζωμού. Ο συγγραφέας περιγράφει με μελανά γράμματα τις τραγικές στιγμές ενός ολέθριου πολέμου, στιγματίζει, βασιζόμενος σε ιστορικά στοιχεία, τους πρωτεργάτες του ολοκαυτώματος, επιρρίπτοντας ευθύνες σε όλους όσοι ήταν υπαίτιοι για τα τραγικά γεγονότα, και δικαιώνει τα θύματα της καταστροφής, η οποία σημάδεψε ανεξίτηλα την Ιστορία.
Δεκαετία του ’60. Σ’ ένα μικρό χωριό της Μεσσηνίας, τρεις αδελφές, η Δήμητρα, η Αναστασία και η Μυρτώ, μεγαλώνουν στη σκιά ενός πατέρα αφέντη και μιας μάνας που δεν έχει λόγο. Η μόνη έξοδός τους είναι κάθε Κυριακή για την εκκλησία και στο πανηγύρι του χωριού μία φορά τον χρόνο. Οι καιροί σκληροί, αλλά οι πράξεις σκληρότερες. Και μια μέρα ο πατέρας τις εγκαταλείπει και εξαφανίζεται. Το κοινωνικό στίγμα είναι βαρύ για την οικογένεια που άφησε πίσω του, όμως μαζί έρχεται και η λύτρωση από τους αυστηρούς κανόνες που έχει επιβάλει. Σταδιακά τα κορίτσια ξενιτεύονται σε τρεις διαφορετικές ηπείρους και με τον καιρό οι οικογενειακοί δεσμοί κόβονται. Σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα ένα τηλεφώνημα από την πατρίδα θα ταράξει τη μέχρι τότε ήρεμη ζωή τους. Η επιστροφή στο χωριό τους γίνεται επιτακτική και ο επικείμενος θάνατος της μάνας που άφησαν ολομόναχη χωρίς να ενδιαφερθούν γι’ αυτήν θα τις φέρει αντιμέτωπες με μυστικά και αλήθειες που απέκρυψαν. Το παρελθόν γυρίζει στο παρόν ζητώντας απαντήσεις. Τι συνέβη και τις παράτησε ο πατέρας τους; Γιατί εγκατέλειψαν τη μάνα τους στην τύχη της; Γιατί το πατρικό τους δεν πρέπει να φύγει από τα χέρια τους; Ποιο μυστικό κρύβει το κελάρι στο υπόγειο του σπιτιού; Οι τρεις αδελφές πάνω από την ετοιμοθάνατη μάνα κάνουν μόνο μια ερώτηση: «Μάνα, όλα αυτά τα χρόνια γιατί δεν καθάρισες την ντροπή;»
«Είμαστε αντίπαλοι;» ρώτησε χαμογελώντας ο Δημήτρης. «Πάντα θα είμαστε. Φαντάσου να παίζατε μόνο με τον εαυτό σας. Βαρετό δε θα ήταν;» του απάντησε η Άρτεμις με νάζι. Η τελευταία επιθυμία του Σταμάτη ήταν να βάλει τα Ρεμάλια ξανά στο παιχνίδι. Τα Ρεμάλια. Μια ποδοσφαιρική ομάδα εφήβων, που διαλύθηκε νωρίς, όπως κάθε εφηβικό όνειρο. Κι ύστερα… χάθηκαν. Τους πήρε ο χρόνος από το χέρι και τους έβαλε να παίξουν μπάλα με έναν δύσκολο κι επικίνδυνο αντίπαλο: τη γυναίκα. Δύσκολος παίκτης η γυναίκα, με όπλα άλλοτε φανερά και άλλοτε μυστικά, που τα επιστρατεύει σε κάθε αγώνα και σε κάθε ρόλο της. Είτε είναι μάνα είτε γιαγιά, είτε είναι σύζυγος ή ερωμένη, είτε κόρη ή εγγονή. Αέναος ο αγώνας αυτός που αιώνες τώρα δίνεται μες στης ζωής το γήπεδο. Ποιος είναι ο νικητής και ποιος ο ηττημένος, καμία σημασία. Γιατί είναι ο αγώνας που μετράει! Ένα είναι σίγουρο. Μπορεί ο αγώνας να είναι γένους αρσενικού, μα η ζωή είναι πάντα γυναίκα.
Η Βίλα Ευτυχία φιλοξενεί επτά ηλικιωμένους ανθρώπους, τρεις άντρες και τέσσερις γυναίκες, πλούσιους και κάποτε διάσημους, οι οποίοι έχουν ένα κοινό στοιχείο: είναι όλοι τους άκληροι. Όταν η νεαρή γιατρός Μελίνα Γκρέι περνά την πύλη της πολυτελούς βίλας, έχοντας αναλάβει τη θέση της παθολόγου, δεν μπορεί να φανταστεί πως αυτή η απόφαση θα αλλάξει ολόκληρη τη ζωή της. Κυνηγημένη και η ίδια από τα φαντάσματα και τα μυστικά του δικού της παρελθόντος, θεωρεί εξαιρετική την ευκαιρία που της δίνεται με αυτή τη θέση εργασίας, ώστε να κρυφτεί από όσα και όσους την καταδίωκαν. Μα μέσα σε όλα τα συγκλονιστικά που ανακαλύπτει στο σπίτι αυτό για τον εαυτό της, τους ανθρώπους και την ίδια τη ζωή, για πρώτη φορά συνειδητοποιεί πως ευτυχία θα πει…
Η ζωή της Μυρσίνης, μέχρι τα δεκαοχτώ της χρόνια, ήταν ένα ανέμελο ταξίδι ξεγνοιασιάς και χαράς μέσα στο ευχάριστο και ήρεμο περιβάλλον του χωριού της. Ήταν το μικρότερο από τα πέντε κορίτσια της οικογένειας, μια όμορφη και έξυπνη κοπέλα, γεμάτη όνειρα και με ένα μέλλον να προμηνύεται λαμπρό. Όμως, ξαφνικά, όλα άλλαξαν. Μέσα σε μια στιγμή, η ζωή της καταστράφηκε, οι αξίες της ισοπεδώθηκαν, οι ισορροπίες της ανατράπηκαν. Ήταν λες και κάποιος την είχε καταραστεί. Κάθε φορά που συνέβαινε κάτι όμορφο και την έκανε να πιστεύει πως ο άνθρωπος γεννιέται για το φως, γύρω της πύκνωνε το σκοτάδι. Με κάποιο περίεργο τρόπο, ένα αόρατο χέρι έπαιρνε μακριά το καλό και έφερνε στη θέση του το κακό, σβήνοντας την ελπίδα. Ώσπου η Μυρσίνη κουράστηκε να διεκδικεί το φως και αφέθηκε στο σκοτάδι. Παραιτήθηκε και υποτάχτηκε στις βουλές της μοίρας, πριν προλάβει να καταλάβει πόσο πολύ είχε αγαπηθεί, πόσο ευλογημένη ήταν. Γιατί αυτές τις «ευλογίες» τις αντιλαμβάνεται κάποιος όταν, ώριμος πια, κάνει απολογισμό ζωής. Μα η Μυρσίνη δεν πρόλαβε. Κι ύστερα… Ύστερα, ήρθε η Μάγδα… Μια συγκλονιστική αληθινή ιστορία που αποδεικνύει περίτρανα το μεγαλείο της αγάπης, μια και, πέρα και πάνω απ’ όλα, αγαπάμε για να ζούμε και ζούμε για να αγαπάμε!
Όταν ο αρχιτέκτονας Αλέξης και η ζωγράφος Μαρίνα επιβιβάζονταν από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης στο κρουαζιερόπλοιο που θα τους πήγαινε στην Κρήτη, δεν είχαν φανταστεί ότι η μοίρα τούς είχε ήδη εμπλέξει σε ένα από τα πιο μαεστρικά σχεδιασμένα παιχνίδια της. Οι δυο νέοι ερωτεύονται τρελά στη διάρκεια της κρουαζιέρας και καρπός του γάμου τους είναι η πανέξυπνη και ζωηρή Αμαλία. Η ζωή της οικογένειας στη Θεσσαλονίκη και στη μαγευτική Χαλκιδική θα σημαδευτεί ανεξίτηλα από ένα τραγικό γεγονός, που θα δοκιμάσει την αγάπη τους και τα αισθήματα εμπιστοσύνης του ενός προς τον άλλο, χωρίς ωστόσο το σκληρό, ανελέητο παιχνίδι της μοίρας να κατορθώσει να τους λυγίσει. Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, μέσα από τις σελίδες του οποίου αναφύεται το αναπάντητο ερώτημα για τον ρόλο που παίζουν ο Θεός και η μοίρα στη ζωή μας, καθώς και για την ικανότητα του ανθρώπου να υπερβαίνει εμπόδια και δυσκολίες.
Η Σμαράγδα Καλλίνικου, μέλος του ελληνικού κοινοβουλίου και σύζυγος του μεγιστάνα Γεράσιμου Καλλίνικου, βρίσκεται άγρια δολοφονημένη στην απόμερη παραλία Νερόμυλος. Δύο ημέρες πριν από τη δολοφονία της είχε απειλήσει σε απευθείας μετάδοση με την αποκάλυψη ενός σκανδάλου που θα συντάραζε την πολιτική σκηνή. Η ανακάλυψη του πτώματός της προκαλεί σοκ στο πανελλήνιο και πολυμελή κλιμάκια της αστυνομίας συρρέουν στο νησί για να εξιχνιάσουν το έγκλημα. Ο ψυχολόγος της Ιντερπόλ, Στέφανος Μωραΐτης, αδελφικός φίλος του πρωτότοκου Πέτρου Καλλίνικου, καλείται στην Ελλάδα για να συνδράμει στις έρευνες. Πληγωμένος, στο παρελθόν, από την οικογένεια αλλά και βαθύτατα υποχρεωμένος σε αυτήν, σπεύδει στο νησί για να έρθει αντιμέτωπος με τα ανοιχτά τραύματά του αλλά και με ανθρώπους που νομίζουν πως μπορούν να τον χρησιμοποιήσουν σαν μαριονέτα. Εκτός από τα κρυστάλλινα νερά, ο Στέφανος βουτάει μέσα στα ψέματα ανθρώπων που αγαπούσε και βάζει τη ζωή του σε κίνδυνο από το τσουνάμι που πυροδοτούν οι ανακαλύψεις του για τους ισχυρότερους παράγοντες της χώρας. Με μοναδικούς συμμάχους την ευστροφία του και τον πεισματάρη αστυνόμο Σωτήρη Στρατέλη, θα έρθει σε ρήξη με όλους και κυρίως με τον ίδιο του τον εαυτό. Άραγε, η αλήθεια θα καταφέρει να τον λυτρώσει;
1816-1829. Πάτρα, Τριπολιτσά, Ναύπλιο, Μεσολόγγι… Αφότου ο Αγγελής βρέθηκε φυλακισμένος στο κοτέτσι του Σαχίν Αγά, το μίσος φώλιασε στην ψυχή του σαν φαρμακερό φίδι. Κατά την εκρηκτική και συγχρόνως σαγηνευτική πορεία του μπαίνει στη δούλεψη ενός στρυφνού και τσιγκούνη πραματευτή, που σου πουλά κωλοφωτιά για καντήλι. Τον ζώνει το μολυβένιο σύγνεφο της σκλαβιάς και του εξευτελισμού των ραγιάδων. Σμίγει με την Κερασία, όπου στο πρόσωπό της βουτάνε και κολυμπούν τα όνειρα. Απαντιέται με κοτζαμπάσηδες, κολίγους και συμπολεμιστές, που είναι πιότερο από αδέρφια και γυναίκα την ώρα της μάχης, ενώ ένα τρομαγμένο Τουρκόπουλο γαντζώνεται πάνω του. Στον δρόμο του και δύο γέροντες, οι οποίοι ξεψαχνίζουν το κίνητρο για καθετί μα και τη γλυκιά και φαρμακερή ουσία του «εγώ», η πλανεύτρα Ασπασία, διαβολικοί ξένοι, ντόπιοι τυχοδιώκτες, ο επί τριάντα έξι χρόνια αμίλητος Συμεών, ένας καβαλάρης που σώζει αιχμάλωτες Τουρκοπούλες και ο τρανότερος οχτρός του λεύτερου ανθρώπου, ο φόβος. Ο Αγγελής βιώνει το μεγαλείο και τη σκοτεινή πλευρά του ματοβαμμένου Εικοσιένα, γκρεμίζοντας μυθεύματα και φανερώνοντας καταχωνιασμένες αλήθειες. Σφιχταγκαλιάζεται με τη φωτιά του ξεσηκωμού, μεταβολίζει την αγριότητα σε ελπίδα, λύτρωση και γλυκασμό, και βροντοφωνάζει: «Θέλω να μην είμαι ραγιάς σε κανέναν. Ραγιάς σε τίποτα!»
...Η ζωή είναι σαν το ποτάμι που κυλάει αυτή τη στιγμή μπροστά μας. Εύκολα σε παρασύρει και σε τραβάει όπου εκείνο πηγαίνει. Όπως ένα ποτάμι δε γυρίζει πίσω, έτσι κι εσείς, αν σας παρασύρει, δε θα μπορέσετε να γυρίσετε... να προσέχετε πάντα το ποτάμι... Μη σας παρασύρει.... Η Μελλισάνθη, η Ιουλία, η Ασπασία, η Πολυξένη και η Μαγδαληνή μεγαλώνουν με τη μητέρα τους σ' ένα χωριό στον Όλυμπο, δίπλα σ' ένα ποτάμι. Αυτό που επιθυμούν και οι πέντε είναι να γνωρίσουν τη ζωή μακριά από το πατρικό τους. Και θα το καταφέρουν! Η μοίρα θα τις στείλει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, κάνοντας το όνειρο πραγματικότητα. Μόνο που καμιά φορά, τα όνειρα γίνονται εφιάλτες που στοιχειώνουν και κυνηγούν... Πέντε γυναίκες, πέντε ζωές συγκλονιστικές, γεμάτες έρωτα και ανατροπές, ενώ το σπίτι δίπλα στο ποτάμι περιμένει υπομονετικά αυτό που ξέρει ότι θα συμβεί... Πολλαπλές ανατυπώσεις και χιλιάδες αντίτυπα από ένα βιβλίο που συγκλονίζει!
Κοριτσάκι τόσο δα ήταν όταν την άρπαξαν από την αγκαλιά μου. Ένα μπουμπούκι το κορμάκι της που δεν αξιώθηκα να το δω ν’ ανθίζει. Δεν το χάρηκα. Δεν το χόρτασα. Μόνο τ’ αγκάθια˙ τ’ αγκάθια μόνο χόρτασα. Τα βράδια, όταν οι σκιές της αβάσταχτης απουσίας απλώνονταν και μ’ έπνιγαν, στα γόνατα έπεφτα, προσευχόμουν μόνο κι έλπιζα: «Κι αν σου ζητάω πολλά, Παναγιά μου, μάνα είσαι κι Εσύ και με νιώθεις. Σαν την αγάπη της μάνας, το ξέρεις -Θεέ μου!- όμοια δεν υπάρχει σ’ αυτό τον κόσμο που ’φτιαξες…». Γυναίκες του εμφυλίου... Στάχυα που τα άλεθαν αλύπητα οι μυλόπετρες της Ιστορίας. Πατρίδα, κόμμα, προδοσίες, επαναστάσεις, αντάρτικα, σφαγές και, τέλος, το παιδομάζωμα. Η πιο απάνθρωπη, η πιο σκοτεινή σελίδα του αδελφοκτόνου σπαραγμού. Γυναίκες του εμφυλίου... Κεριά αναμμένα. Σαν την Αγγέλα, τη Μέλπω και την Αριάδνη. Ρωτούσαν, έτρεχαν, πόρτες χτυπούσαν μέρα και νύχτα, με μια μονάχα ελπίδα. Πως ίσως ξανανταμώσουν μια μέρα τα βλαστάρια τους. Κάποιες τα κατάφεραν. Κάποιες άλλες όχι. Γυναίκες του εμφυλίου... Μάνες της άδειας αγκαλιάς. Αυτή είναι η ιστορία τους...
Η Μερσέντες Χιλ, μια νεαρή και πάμφτωχη κοπέλα, γίνεται η διασημότερη ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου στην Αμερική του 1930. Η απαράμιλλη ομορφιά και το ταλέντο της αφήνουν άναυδο όποιον την αντικρίζει. Κι εκείνη, σαν βασίλισσα, απολαμβάνει απ' το θρόνο της όλα όσα της προσφέρουν τα νιάτα της. Οι άνδρες την ερωτεύονται με πάθος, απλώνοντας την καρδιά τους και τις περιουσίες τους στα πόδια της. Η δική της καρδιά όμως είναι δοσμένη μόνο στην καριέρα της. Μέχρι που ένας άνδρας ξυπνάει για πρώτη φορά μέσα της έναν πρωτόγνωρο έρωτα… Και μια μέρα η Μερσέντες, διαπιστώνοντας ότι η ανελέητη φθορά του χρόνου στραγγίζει όχι μόνο την ομορφιά αλλά και την υγεία της, εξαφανίζεται χωρίς το παραμικρό ίχνος, αφήνοντας πίσω της τον άνδρα της, παραγωγό κινηματογράφου, και τη μικρή της κόρη. Οι περισσότεροι τη θεωρούν νεκρή. Χρόνια μετά, γερασμένη και ξεχασμένη, δεν ελπίζει πια σε τίποτε και σε κανέναν. Ώσπου μια παράξενη γυναίκα τής υπόσχεται αυτό που δεν μπορεί να κάνει κανείς, ακόμη και ο Θεός. Και η Μερσέντες δέχεται να παίξει το επικίνδυνο αυτό παιχνίδι της μοίρας. Θέλει να πάψει να πονά, θέλει να ερωτευτεί, να ξαναγίνει βασίλισσα στον παλιό θρόνο της. Θέλει μια δεύτερη ευκαιρία. Η Χρυσηίδα Δημουλίδου έρχεται αυτή τη φορά με ένα δυνατό ερωτικό, μεταφυσικό θρίλερ που θα σας καθηλώσει.
Δεν μπορεί, θα στρώσει! Αναρωτιέμαι πόσες φορές άραγε καθένας από μας είπε αυτή τη φράση, που φανερώνει την ελπίδα πως ό,τι μας πονάει θα φύγει, ή θ’ αλλάξει, ή ως διά μαγείας θα χαθεί… Αυτό που ζη��άμε τέτοιες στιγμές είναι ίσως ένας καφές κι έν�� γλυκό του κουταλιού. Αυτή ακριβώς η αντίθεση του γλυκού με το πικρό είναι τελικά η ίδια η ζωή. Έτσι μας δίνονται οι στιγμές. Ποσά αντιστρόφως ανάλογα. Εκεί που βρίσκεται το γέλιο, παραμονεύει το δάκρυ… Κι αν κάπου μέσα στα κείμενα βρείτε τον εαυτό σας, αν κάπου ανάμεσα στις γραμμές τους κάτι θυμηθείτε, σας κερνάω καφέ και γλυκό του κουταλιού… Εσείς μένει να πείτε: «Δεν μπορεί, θα στρώσει!»
Ένας άντρας που θέλει να αλλάξει πρόσωπο επισκέπτεται μια πλαστική χειρουργό, αφήνοντας πίσω του ένα όπλο σε μια χαρτοσακούλα· μια τηλεφωνήτρια βρίσκει στο μετρό ένα φάκελο που περιέχει ενδείξεις για το δολοφόνο της αδελφής της· ένας ρακοσυλλέκτης μαζεύει χαρτιά με φωνήεντα διαμαρτυρίας· ένας βετεράνος μισθοφόρος της Λεγεώνας των Ξένων δίνει μαθήματα ζωής· μια συνταξιούχος γίνεται άστεγη από επιλογή· και ένας περιθωριακός αποστηθίζει ατάκες του Μπόγκαρτ για να κερδίσει τη θέση του στον κόσμο, κι ακολουθεί τα βήματα μιας ξενιτεμένης χορογράφου που τον οδηγεί στους ρυθμούς του πάθους. Πρόσωπα αφοπλισμένα και άλλοτε οπλισμένα με τη δύναμη «της τρέλας και της αδυναμίας» κουβαλούν τα μυστικά τους, κρατώντας τα ενίοτε κρυφά και από τον ίδιο τους τον εαυτό. Με μότο «ζω από τύχη, αγαπώ κατ’ επιλογήν, μεταμορφώνομαι καθ’ έξιν», στροβιλίζονται στη δίνη της αμοραλιστικής δεκαετίας που διανύουμε. Σ’ αυτό το ανατρεπτικό μυθιστόρημα με φόντο το «Δρομέα» των Αθηνών, το Μάτι του Λονδίνου και τον γαλλικό Νότο, καθημερινές ακρότητες και παραδοξότητες πυροδοτούν τα πρόσωπα που εισβάλλουν στις λεωφόρους των μητροπόλεων σαν σε πίστες θανάτου.
Αθήνα, 1966 Η πλατεία Ηρώων, η οδός Ήβης, η οδός Νυμφών, τόποι και δρόμοι σαν όλους τους τόπους και δρόμους της Αθήνας, μικροί, ασήμαντοι, λυπημένοι, τυραννικοί, μα κι απέραντα τρυφεροί. Έχουν πολλή σκόνη, πολύ βάσανο, πολλές γυναίκες, πολλά παιδιά, πολλή φασαρία και πολλή σιωπή. Σ’ αυτούς τους δρόμους γεννιούνται και πεθαίνουν οι επιθυμίες και τα όνειρα των ανθρώπων που έρχονται κάθε δειλινό με το γλυκό αεράκι και χάνονται κάθε αυγή με τη θλιβερή σειρήνα της φάμπρικας. Οι ελπίδες του νεαρού Λουκά, η νοσταλγία του ξεπεσμένου «Κόμη», ο αδιέξοδος έρωτας του μεσόκοπου Αγησίλαου, η γονατισμένη ζωή της εργάτριας Αργυρούλας, ο σκληρός Βλάσης και η εξαπατημένη Φρόσω, η απογοήτευση της Άννας που ικετεύει για δυο λέξεις τρυφερές, ο φιλότιμος Σπύρος κι ο γοητευτικός Αλέκος που την πολιορκούν, αλλά κι η θεατρίνα, ο χαφιές, ο τραμπούκος, οι παπατζήδες, οι πόρνες, οι ιδρωμένοι άντρες στα μηχανουργεία και οι γυναίκες που βρίζονται στα κεφαλόσκαλα, προτού αγκαλιαστούν και σταυροφιληθούν ξανά αλλάζοντας λόγια συγγνώμης κι αγάπης. Ζωές γλυκές και ζωές φαρμακωμένες, αξιοπρεπείς και μικρόψυχες, τραχιές και τρυφερές. Άλλες εύκολες, άλλες δύσκολες, άλλες ακύμαντες κι άλλες φουρτουνιασμένες. Ζωές ασπρόμαυρες, γρατζουνισμένες, φθαρμένες, μα και ζωές ανυπόφερτα νοσταλγικές.