Λογοτεχνικά Βιβλία στα Ελληνικά
(222)- Εμφάνιση
- 18
- 36
Συναγμένοι πίσω απ’ το τείχος, καρτερούν με το όπλο στο χέρι, με την ψυχή στο στόμα. Άντρες και γυναίκες όμοια ντυμένοι με φουστανέλες και σελαχλίκια, τα παιδιά λαιμαριές κρεμασμένες απάνω στα κορμιά τους σαν τάματα σε εικονίσματα, ναρκωμένα απ’ το αφιόνι. Μόλις το φεγγάρι χάνεται στα διαβατάρικα σύγνεφα, το πρόσταγμα των καπεταναίων ακούγεται σ’ όλη τη φάλαγγα σαν πνιχτικό ψιθύρισμα. Αγωνιστές και γυναικόπαιδα κινούν για τη μεγάλη Έξοδο διαβαίνοντας σιωπηρά την πύλη. Κάποιοι γέρνουν και φιλούν το χιλιοτρυπημένο απ’ τα βόλια τείχος, κάποιοι άλλοι το ανασκαμμένο απ’ τις μπόμπες χώμα. Τα ραίνουν, τα ποτίζουν με τα σεβαστικά τους δάκρυα. «Αχ, Μισολόγγι, που σ’ αφήνουμε… Αχ, αίματα που σε ποτίσαμε άδικα…» Στη Χίο, στα Ψαρά, στο Μεσολόγγι… Από ολοκαύτωμα σε ολοκαύτωμα τραβάει ο λαός μας, που πολεμάει ν’ αντιγυρίσει τη σκλάβα μοίρα του, ματοβαμμένος μ’ ακόμη ορθός. Συνάμα, πλάι στο λαμπρό μεγαλείο του αγώνα, στέκει η σκοτεινιά της μνησικακίας και της ιδιοτέλειας που φέρνει αδερφοσκοτωμό. Η Δέσπω, η Αργυρώ, ο Νικόλας, ο Στέφανος, η Λενίτσα, ο Γιωργάκης, η Μαλαμή, ο γερο-Καψάλης, άγιες ψυχές σε τούτο τον ματωμένο κόσμο, ανασαίνουν με βια κι αγωνίζονται με νύχια και δόντια ν’ ανταμώσουν λευτεριά και λύτρωση. Σε τούτο ή τον άλλο κόσμο.
Το μικρό αγόρι κρεμιέται απάνω της, τα χεράκια του δεμένα στον λαιμό της, το προσωπάκι του φωλιασμένο στον κόρφο της. Η μάνα τον σφίγγει στην αγκάλη της, ανασαίνει με λαχτάρα τις ανάσες του και μια στιγμή καρτερά. Μια στιγμή για το στερνό της κοίταγμα, το στερνό της δάκρυ, τα στερνά της λόγια. «Γιε μου… Αϊτέ μου…» Μια στιγμή μονάχα πριν ριχτεί στο βάραθρο. Σουλιώτισσες, Μοραΐτισσες, δολιομάνες, μορφές σκλαβωμένες μα και μορφές θεριεμένες που ρίχνονται σε αγώνα ανείπωτο για ν’ αλλάξουν την αλυσόδετη μοίρα τους. Στο Σούλι και στα Γιάννενα, στον Μοριά και στα Ψαρά, στη Ρούμελη και στο Μεσολόγγι, φτάνει η στιγμή του σηκωμού, η ώρα της Επανάστασης. Τότε αρχινά τούτο δω το μυθιστόρημα, όταν οι γονατισμένοι πιάνουν τ’ άρματα και ορθώνουν ψυχή και μπόι στον πανίσχυρο δυνάστη. Η Λέγκω, ο Σίμος, η Δέσπω, ο Νικόλας, η Αργυρώ και σιμά τους οι Κολοκοτρωναίοι, οι Τζαβελαίοι, ο Ανδρούτσος, ο Καραϊσκάκης, οι αρματωμένοι της Kλεφτουριάς κι οι απόστολοι της Φιλικής, οι μπουρλοτιέρηδες κι οι καπετάνισσες. Ήρωες και ηρωίδες του λαού μας που βαφτίστηκαν μια φορά στο λάδι για την πίστη τους και μια φορά στο αίμα για την πατρίδα τους. Αυτός είναι ο αγώνας τους. Αυτή είναι η Ιστορία μας.
Μια μικρή επαρχία, όπου κυριαρχούν ο άντρας και η πεθερά. Κορίτσια, που από μικρά ονειρεύονται τον γάμο και εξελίσσονται σε γυναίκες καταπιεσμένες, εξουθενωμένες απ’ τη δουλειά και πικρόχολες. Σ’ αυτή την κοινωνία θα βρεθεί η Αιμιλία, αφήνοντας την πρωτεύουσα το 1937, όταν δέχεται να παντρευτεί τον μουσικό και τραγουδοποιό Δάμο. Στο χωριό του, όπου συμβιώνουν μετά την Ανταλλαγή ντόπιοι και πρόσφυγες, οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους θα την αντιμετωπίσουν με καχυποψία και θα την αποκαλέσουν «η Πρωτευουσιάνα». Εκεί θα γνωρίσει και θα δεθεί με τη Σόνια, τη διάσημη μοδίστρα νυφικών, την προδομένη απ’ τον αρραβωνιαστικό της Κατινούλα, τη νεαρή Αννίτα, που για μια νεανική αμυαλιά υποχρεώνεται να παντρευτεί έναν άντρα που δεν αγαπά, και τη Νίνα, που έχει τα κότσια να ζήσει τη ζωή της όπως θέλει. Είναι μια εβδομάδα παντρεμένη, όταν η φωτιά, που αφάνισε τις αδελφές της στον Πόντο, της καταστρέφει ξανά τη ζωή. Ο Δάμος την εγκαταλείπει στους γονείς του και πηγαίνει στη Σαλονίκη. Ωστόσο, ο πόλεμος που θα έρθει θα αλλάξει τις ζωές όλων τους καταλυτικά και θ’ ανατρέψει πολλά κατεστημένα. Τα πρώτα σκιρτήματα αντίστασης γυναικών που ασφυκτιούν μες στην επαρχιακή κοινωνία στην οποία ζουν, όπου ο λόγος του άντρα είναι ΑΓΡΑΦΟΣ ΝΟΜΟΣ.
Η Στάμω, το υποταγμένο κορίτσι της Μάνης, μεταμορφώνεται από τη δύναμη του έρωτα κι από ένα μωρό. Κάτω από τον ίσκιο του Ταΰγετου. Μυστηριώδη εγκλήματα, μεγαλοπρεπή βαλς και μια πυρκαγιά που σαρώνει τα πάντα. Στη ζωή του Οδυσσέα, στη Βιέννη. Πολλά ανείπωτα μυστικά κι ένα καταραμένο περιδέραιο συγκλονίζουν την Κλοέ, στο Παρίσι. Η Αντέλ, στην Αθήνα, δέχεται να γίνει παρένθετη μητέρα για χάρη της φίλης της. Μόνο που ερωτεύεται τον άντρα της. Σκιές και χρώματα γίνονται ένα με τον Αχιλλέα, στο νησί του ήλιου, τη Ρόδο. Η Ιουλία, η Νέα Υόρκη και το αμερικάνικο όνειρο. Τι θα μπορούσε να πάει στραβά; Έξι ήρωες που διαμορφώνονται από τη δύναμη του πάθους τους. Από τον ιδρώτα, τα δάκρυα, τη θάλασσα. Πώς αλλιώς ονομάζεται η ευτυχία; Αλμύρα.
«Είμαστε αντίπαλοι;» ρώτησε χαμογελώντας ο Δημήτρης. «Πάντα θα είμαστε. Φαντάσου να παίζατε μόνο με τον εαυτό σας. Βαρετό δε θα ήταν;» του απάντησε η Άρτεμις με νάζι. Η τελευταία επιθυμία του Σταμάτη ήταν να βάλει τα Ρεμάλια ξανά στο παιχνίδι. Τα Ρεμάλια. Μια ποδοσφαιρική ομάδα εφήβων, που διαλύθηκε νωρίς, όπως κάθε εφηβικό όνειρο. Κι ύστερα… χάθηκαν. Τους πήρε ο χρόνος από το χέρι και τους έβαλε να παίξουν μπάλα με έναν δύσκολο κι επικίνδυνο αντίπαλο: τη γυναίκα. Δύσκολος παίκτης η γυναίκα, με όπλα άλλοτε φανερά και άλλοτε μυστικά, που τα επιστρατεύει σε κάθε αγώνα και σε κάθε ρόλο της. Είτε είναι μάνα είτε γιαγιά, είτε είναι σύζυγος ή ερωμένη, είτε κόρη ή εγγονή. Αέναος ο αγώνας αυτός που αιώνες τώρα δίνεται μες στης ζωής το γήπεδο. Ποιος είναι ο νικητής και ποιος ο ηττημένος, καμία σημασία. Γιατί είναι ο αγώνας που μετράει! Ένα είναι σίγουρο. Μπορεί ο αγώνας να είναι γένους αρσενικού, μα η ζωή είναι πάντα γυναίκα.
Η Μαργαρίτα ήταν μόλις οχτώ χρόνων όταν οι γονείς της την έστειλαν παραδουλεύτρα σ’ ένα αρχοντικό στην πόλη. Στα δεκατρία της, το αφεντικό την εκμεταλλεύτηκε και, αφού της πήρε το παιδί της, την πέταξε στον δρόμο. Τότε, εκείνη τυχαία ανακάλυψε την κλίση της στον χορό και την έκανε επάγγελμα. Έγινε χορεύτρια σε καμπαρέ. Έτσι άρχισε το μοναχικό ταξίδι μιας γυναίκας που η μοίρα τη χτύπησε αλύπητα. Αλλά δεν το έβαλε κάτω. Έπεφτε και ξανασηκωνόταν με πείσμα, προκειμένου να κερδίσει την υπόληψη μιας άσπλαχνης κοινωνίας που δε συγχωρεί και να βρει το χαμένο παιδί της. Η ζωή της ήταν ένα δάσος από άντρες που την αγάπησαν, τη δίδαξαν, την ξεγέλασαν ή την πρόδωσαν. Στη μέση του δάσους το πιο ψηλό δέντρο την παρακινούσε να μη σταματά την ανοδική πορεία. Έτσι, η Μαργαρίτα κατόρθωσε να αποκτήσει ό,τι επιθυμούσε: δόξα και χρήμα. Μόνο που ξέχασε να επενδύσει στην αγάπη και τη φιλία. Και αυτό η ζωή δεν της το συγχώρησε ποτέ.
…Κι ύστερα έκλεισε τα χέρια του γύρω μου κι ύστερα βυθίστηκα στην αγκαλιά του άντρα που αγαπούσα. Το χαμόγελό του έγινε ένα με το τρέμουλο της καρδιάς μου. Κι ύστερα θόλωσαν τα μάτια μου από τη γλύκα του σμιξίματός μας. Ακόμα και το φεγγάρι θολό μού φάνταζε. Ήταν εκείνη η ώρα η παραδεισένια. Η ώρα που τα δυο κορμιά μας έγιναν ένα. Ο Ανδρέας μού έλεγε πως με αγαπούσε. Και το ολόγιομο φεγγάρι άκουσε τα λόγια του, έγινε κατακόκκινο από χαρά κι έγειρε για να δροσιστεί στο κανάλι του γλυκού νερού που λίμναζε ανάμεσα στους καλαμιώνες. Το άκουσα στ’ αλήθεια να αναστενάζει από ευτυχία. Το κοίταξα πώς έλαμπε ψηλά στον ουρανό. Το κοίταξα πώς λουζόταν στο νερό δίπλα μου. Ήταν ευλογημένη εκείνη η νύχτα. Η νύχτα με τα δίδυμα φεγγάρια... Ένας πρίγκιπας. Ένα άσπρο άλογο. Μια νύχτα με δίδυμα φεγγάρια, που ανάσαινε την ομορφιά της Κερκίνης. Κι η Αλίκη φέρνει στον κόσμο δύο δίδυμα κοριτσάκια. Μόνο που αναγκάζεται να πουλήσει το ένα της παιδί… Η Αγάπη και η Ελισάβετ μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό. Μεγαλώνουν χωρίς να ξέρουν την ύπαρξη η μια της άλλης. Μέχρι που οι ζωές τους μπλέκονται αδυσώπητα. Ένα μυθιστόρημα για τον έρωτα, την αναπνοή του Θεού πάνω στη γη. Μια ιστορία βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, που χορεύει ανάμεσα στο όνειρο και την αλήθεια, προσπαθώντας να κεντήσει την ίδια την αγάπη.
Ο Χρήστος είναι ένας καταξιωμένος δημοσιογράφος της μικρής οθόνης, με πολλές επιτυχίες και ρεπορτάζ που ανοίγουν καινούργιους δρόμους στα τηλεοπτικά δεδομένα. Χαρακτήρας ακέραιος, αυτοδημιούργητος, άτομο καλλιεργημένο, με αρχές που υπηρετεί πιστά, όσο κι αν αυτό στοιχίζει στην καριέρα του και στην προσωπική του ζωή. Η προσωπικότητά του έχει σμιλευτεί από πόνο και αγώνα. Έχασε μικρός όσους αγαπούσε, έμεινε κυριολεκτικά στον δρόμο –μια πληγή ανοιχτή η παιδική του ηλικία–, αλλά πάλεψε περήφανα για να ζήσει χωρίς συμβιβασμούς και κέρδισε μια ξεχωριστή θέση στην κοινωνία. Η Δήμητρα, δικηγόρος με ιδιαίτερες ευαισθησίες και επιλογές που την ωθούν να σταθεί απέναντι στον δυναμικό και απόλυτα πετυχημένο επαγγελματικά πατέρα της, θα επιδιώξει να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο. Θα δοκιμαστεί σκληρά, αλλά θα σταθεί όρθια, γιατί στηρίζει τις αξίες της και θέλει να μείνει πιστή στις αρχές της. Ποια παραμυθένια συνθήκη θα φέρει κοντά αυτά τα δύο πρόσωπα; Πώς δύο εντελώς διαφορετικές διαδρομές θα καταλήξουν σε μια απρόσμενα δυνατή ένωση, έναν «μυθιστορηματικό» έρωτα; Δυνατοί και ταυτόχρονα ευάλωτοι, δέσμιοι των αρχών τους και των τειχών που οι ίδιοι υψώνουν, θα υποκύψουν τελικά στον σαϊτοφόρο θεό, ο οποίος θα τους οδηγήσει στη λύτρωση και την ευτυχία.
Ένα μυθιστόρημα που ανασαίνει τις μυρωδιές του φεγγαριού, βουτάει στο απέραντο γαλάζιο των νησιών μας, γεύεται στάλες από τη γοητεία της Ρώμης, περπατάει ξυπόλυτο στον τελευταίο κρυμμένο παράδεισο σε αυτή τη γη. Και τραγουδάει για μια αγκαλιά, χάνεται σε δυο φιλιά… Γιατί η αγάπη είναι σαν την αλφάβητο. Πρέπει να έχεις κάποιον κοντά σου να σ’ τη συλλαβίσει από την αρχή.
Τον φώναζαν Κριστιάνο. Πίστευαν ότι μια μέρα θα γινόταν μεγάλος ποδοσφαιριστής. Προπονητές, παράγοντες, αθλητικογράφοι ήταν όλοι σύμφωνοι. Τους διέψευσε. Αντί για το Μπερναμπέου και το Μαρακανά έμπλεξε στα κυκλώματα της νύχτας. Κι ένα βράδυ, έξω από ένα φτωχικό διαμέρισμα της Κυψέλης, βρέθηκε να κολυμπά μέσα στο ίδιο του το αίμα. Η υπόθεση έδειχνε απλή, σχεδόν προφανής. Όμως η Όλγα Πετροπούλου, του τμήματος εγκλημάτων κατά ζωής, δεν εμπιστευόταν τα προφανή. Στα μάτια της οι εμπλεκόμενοι, μια στρίπερ-μαθηματικός, ένας ναρκομανής, πρώην Γκόλντεν Μπόι, κι ένας γραφικός άστεγος με πλατιά μόρφωση, συνέθεταν έναν γρίφο πολύ πιο περίπλοκο απ’ όσο φαίνονταν να πιστεύουν όλοι οι άλλοι· έναν γρίφο που από την πρώτη στιγμή φάνταζε να διαπερνά τα ευάλωτα, διαβρωμένα στεγανά της λαμπερής καθωσπρέπει κοινωνίας και του σκοτεινού υποκόσμου· έναν γρίφο που άκουγε στο κωδικό όνομα «εικασία 3ν+1». Ή μήπως σήμαινε απλώς τρεις νεκροί κι ύστερα άλλος ένας…
Ἐρᾶν: να ερωτεύεσαι, να αγαπάς. 766 μ.Χ. Η Λυγινή και ο Υάκινθος σύρονται μαζί με πλειάδα μοναχών στον Ιππόδρομο, διαπομπεύονται και τους παντρεύουν με τη βία. Κρύβουν και οι δύο επτασφράγιστα μυστικά, τα οποία θα σημαδέψουν τις ζωές τους κι εν πολλοίς θα τις καθορίσουν κατά την οδύσσειά τους. Ο Ροδανός, αγγελοπρόσωπος, ριψοκίνδυνος, θηρευτής των ηδονών, μα και με φοβερά μυστικά να τον σφιχτοδένουν, είναι συνάμα προσηλωμένος σε ό,τι θεωρεί χρέος. Γύρω από αυτούς τους τρεις ήρωες και το μυστήριο του Ιερού Στιχαρίου, το οποίο θα μπορούσε ν’ ανατρέψει αυτοκράτορες και πολιτικές δεκαετιών, κινείται η μυθοπλασία κατά το δεύτερο μισό του 8ου αιώνα με φόντο την Εικονομαχία και την καθημερινή ζωή στην Κωνσταντινούπολη, την Αθήνα και τη Θράκη. Σε μια μοναδική εποχή, άγνωστη και μυθώδη. Τους πλαισιώνουν αρκετοί δευτεραγωνιστές, όπως ο μοχθηρός Ερμάς, ο καλλιεργημένος δούλος Κιτίν, ο Αρκάδιος που τον μεγάλωσε στο δάσος μια αρκούδα, η θεατρίνα Γοργονία, ο πατρίκιος Φωκάς με την ομάδα των Λεόντων του, ο μαύρος ευνούχος Αράν και άλλοι. Οι πρωταγωνιστές φτάνουν στα άκρα, ερωτεύονται παράφορα, ζουν ανέμελα, δίνονται στη ζωή και τους δίνεται, ταπεινώνονται, συνθλίβονται, ανακάμπτουν, ξαναπέφτουν στον βούρκο, καταρρέουν, αφιερώνονται στον Θεό ή Τον απαρνούνται, γίνονται θύματα της εικόνας τους ή οδηγούνται στο εράν διά του οράν της ψυχής. Έχουν να αντιμετωπίσουν συκοφαντίες, πολέμους, ραδιουργίες, θανάσιμους εχθρούς, έναν έρωτα-σφαγή, εφιάλτη και όνειρο και, πάνω απ’ όλα, τον ίδιο τους τον εαυτό.
Η ζωή της Μίνας δεν ήταν εύκολη. Τίποτα δεν της χαρίστηκε όταν σχεδόν από παιδί αναγκάστηκε να παλέψει για να κερδίσει μια θέση στην κοινωνία, χωρίς να σκύψει το κεφάλι ή να υποκύψει στις διαθέσεις κάποιων ανδρών επειδή ήταν νέα και όμορφη. Με πείσμα, αργά και σταθερά, έφτασε εκεί όπου ήθελε. Κατέκτησε την αναγνώριση, την καταξίωση, την οικονομική άνεση∙ όμως υποτίμησε τον έρωτα, αδιαφόρησε για εκείνον. Μα αυτός παραμόνευε. Η Μίνα κοίταξε τον Μάνο. Κάτι της θύμιζαν τα μάτια του, κάτι πολύ οικείο και γνώριμο, μα δεν της έδωσαν απαντήσεις. Όταν επιτέλους το έκαναν, ήταν αργά∙ πολύ αργά για να σταματήσει τον χρόνο που βάραινε στη δική της πλάτη. Ο έρωτας όμως δε μίλησε ποτέ στον χρόνο. Τον αγνοούσε πάντα, από γενέσεως κόσμου. Αυτοί οι δύο είναι εχθροί. Ο έρωτας είναι τυφλός. Ο έρωτας είναι τρελός. Ο έρωτας δε γνωρίζει σύνορα. Ξεχύνεται σαν άνεμος και γίνεται πόλεμος, μέχρι εκείνο που διεκδικεί να γίνει δικό του ή μέχρι να του περάσει. Μα σαν γίνει αγάπη, θα κρατήσει για πάντα.
Δυο δίδυμες αδελφές και ένας άντρας ανάμεσά τους. Αγάπη, καθήκον και έρωτας μπλέκονται, συγκρούονται, χωρίζονται βίαια και ξανασμίγουν σε μια διαδρομή χωρίς τέρμα. Ένα γαϊτανάκι ψυχών που τις δένει ένας βαρύς όρκος και ένας ανεκπλήρωτος έρωτας. Από το σήμερα στο μακρινό χθες, πάντα με φόντο τη μυστηριακή καστροπολιτεία του Μυστρά, οι δίδυμες δε θα πάψουν να αναζητούν τη λύτρωση. Επειδή κάποιες ψυχές δεν τις γαληνεύει ο θάνατος. Επειδή κάποιους έρωτες δεν τους νικά ο χρόνος.
Όλα ξεκινούν και όλα τελειώνουν ένα χειμωνιάτικο Σαββατοκύριακο σε μια παραθαλάσσια κωμόπολη αγνώστων λοιπών στοιχείων. Σ΄ αυτές τις δυο μέρες το παρόν ξεδιπλώνεται στο παρελθόν μέσα από τις αλληλοσυνδεόμενες ιστορίες φαινομενικά άγνωστων μεταξύ τους ανθρώπων, η μοίρα κόβει και ράβει ανενόχλητη συνδέοντας ζωές και μονοπάτια, ο έρωτας, πανταχού παρών, σέρνει από την αρχή ως το τέλος το στίγμα της περιώνυμης ασθένειας και πίσω απ' όλα μια μυστηριώδης γυναίκα, η φορέας της Νόσου των Εραστών - άλλοτε θύμα και άλλοτε θύτης-, κινεί τα νήματα και κρατάει τις απαντήσεις. Μια νουάρ αναζήτηση πίσω από αυτό που φαίνεται, ένα δράμα χαρακτήρων και μια άσκηση στις ανθρώπινες σχέσεις, έχοντας ως βασικό κίνητρο την αναζήτηση της αλήθειας και απώτερο στόχο τη λύτρωση. Το ερώτημα όμως παραμένει ανοιχτό μέχρι και τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου: ψυχικό τραύμα θεραπεύσιμο ή νόσος ανίατη;
Χαρά και θλίψη, φωτιά και νερό, μάχονταν στην ψυχή της. Απαλύνονταν οι ενοχές και οι φόβοι της με τον κατακερματισμό της αμαρτίας, αλλά ταυτόχρονα πονούσε καθώς διαπίστωνε ότι με τον χρόνο εξαφανίζονταν τα λατρεμένα πρόσωπα. Δεν ήθελε να της συμβεί το ίδιο. Να πιστέψει ότι κάποτε θα πάψει να λατρεύει το πρόσωπο εκείνου. Όχι, ούτε να το διανοηθεί. Της ερχόταν να ουρλιάξει. Να βγάλει φωνή, όση όλες μαζί οι φωνές των ανθρώπων. Να κομματιαστεί, θαρρείς και τον έχανε μόλις τώρα. Να της το έπαιρναν όπως το μωρό απ’ το βυζί για να το σφάξουν. Γιατί αβγατίζει ο πόνος όταν είσαι πονεμένος και σου λένε πως θα ξεχάσεις. Γιατί τότε δε θέλεις να ξεχάσεις. Γιατί πονάς και νιώθεις πως θα πονάς για πάντα. Γιατί αν δε νιώθεις ότι θα πονάς για πάντα, τότε δεν είναι αληθινός ο πόνος. Κι αφού ο πόνος και η αγάπη πάνε αντάμα, αν δε νιώθεις ότι θ’ αγαπάς για πάντα, τότε δεν αγαπάς αληθινά. Αλλά κι αν σβήσει στο μέλλον η αγάπη σου, δε θέλεις να το ξέρεις από πριν. Αγάπη με ημερομηνία λήξης δεν υπάρχει, τουλάχιστον από τα πριν γραμμένη. Αλλιώς δεν μπορεί να γίνει καν η αρχή. […]
Η Χριστίνα Παπάζογλου και ο Αλμπέρτο Ματαλών συναντιούνται στη Θεσσαλονίκη το 1927. Είναι γείτονες και πηγαίνουν στο ίδιο σχολείο. Αυτά είναι και τα μοναδικά πράγματα που τους ενώνουν. Εκείνη είναι ανιψιά του μητροπολίτη της πόλης κι εκείνος γιος μιας εύπορης εβραϊκής οικογένειας. Ο έρωτας που θα γεννηθεί μεταξύ τους μοιάζει καταδικασμένος. Στη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου -ένα μωσαϊκό προσφύγων, φτωχολογιάς, αλλά και μιας πλούσιας, ανθηρής ισραηλιτικής κοινότητας- οι κανόνες της κοινωνίας και της θρησκείας δεν αφήνουν άλλο περιθώριο στο ζευγάρι παρά να ακολουθήσει διαφορετικούς δρόμους. Από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα κι από κει στη μακρινή Βιέννη, ο Αλμπέρτο και η Χριστίνα γίνονται μάρτυρες των ταραγμένων στιγμών πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κι όταν αυτός ξεσπάει, ό,τι ως τότε θεωρούνταν δεδομένο ανατρέπεται μέσα στη λαίλαπα των γεγονότων. Η Χριστίνα, ο Αλμπέρτο, ο Μπενίκο, η Νινόν, η Ρούλα και ο Αστέρης θα κληθούν να αναμετρηθούν με τον εαυτό τους και τις πεποιθήσεις τους, αλλά και με όσα, σε πείσμα των καιρών, ποτέ δεν απαρνήθηκαν. Ένα βιβλίο για μια πόλη, δυο κοινότητες και τους ανθρώπους που βρίσκονται αντιμέτωποι με τον εαυτό τους και την Ιστορία.
«Ήθελα να σου πάρω ένα ρολόι για να θυμάσαι κάθε ώρα και λεπτό πόσο σ’ αγαπώ». Ο Μάρκος έσυρε το δάχτυλό του στην πλατινένια αλυσίδα. «Στο ρολόι αυτό βρίσκεται όλη η αγάπη μου - όλη, ακούς;». Σε μια ονειρική παραλία ανθίζουν το καλοκαίρι οι λευκές ορχιδέες της άμμου. Και στο εύφορο κτήμα δίπλα στην ακτή μεγαλώνουν τέσσερις αχώριστοι φίλοι: ο Νικηφόρος και η Έλλη, δίδυμα αδέλφια, παιδιά του κτηματία· η Φιλιώ, κόρη του θυρωρού του κτήματος· κι ο Αντώνης, γιος ενός φτωχού ψαρά. Οι ακατάλυτοι δεσμοί που τους ένωσαν από τα παιδικά τους χρόνια τούς συνοδεύουν στα πρώτα εφηβικά σκιρτήματα, αλλά και ως ενηλίκους, όταν η Έλλη αποφασίζει να θυσιάσει τον μεγάλο έρωτα της ζωής της για να διασφαλίσει το μέλλον του αδελφού της, ενώ η Φιλιώ υποφέρει βουβά από τον χωρίς ανταπόδοση έρωτά της για τον Νικηφόρο. Αμείλικτα παιχνίδια της μοίρας και ραδιουργίες αδίστακτων ανθρώπων οδηγούν σε χωρισμούς, προδοσίες και ατυχήματα με τραγικές συνέπειες∙ ωστόσο, σε κάθε σκληρή δοκιμασία υπάρχει πάντα ένα ανεκτίμητο στήριγμα: η αγάπη σε όλες τις μορφές της - ερωτική, αδελφική, φιλική, μητρική. Γιατί η αληθινή αγάπη είναι σαν τη λευκή ορχιδέα: ριζωμένη γερά στην άμμο, αψηφά τα καταστροφικά στοιχεία της φύσης και τα αδέξια ποδοπατήματα των ανθρώπων κι ανθίζει ξανά με το πρώτο φιλί της άνοιξης.
Η Σάρα συνέχισε να τον κοιτάζει. «Η αγάπη είναι ναός. Η αγάπη είναι μία. Η αγάπη είναι για πάντα. Με πίστεψες ποτέ;» Δεν μπορούσε να απαντήσει. Η Νέα Υόρκη, σε γραμμές δρόμων, σε κορυφές κτισμάτων, σε αστραπές θάλασσας, πέρα από τις γέφυρες, ψηλό άγαλμα για τον ουρανό, για τη στέγη του κόσμου. «Θα επιστρέψουμε, Στέφανε. Σ’ το υπόσχομαι.» Κι όλα χάθηκαν κάτω από τα σύννεφα. Μάρτιος του 2011. Η οικονομική κρίση διαπερνά τον πλανήτη απ’ άκρη σ’ άκρη. Ρυθμίζει τα πάντα και επιβάλλει κανόνες. Αλλά στη Δυτική 23η Λεωφόρο, στο Μανχάταν, στη Νέα Υόρκη, σ’ ένα από τα πλέον γοητευτικά ξενοδοχεία του κόσμου, το Hotel Chelsea, σαν σε άλλο χρόνο και σε άλλη εποχή, υπάρχει κάποιος που προσπαθεί να τηρήσει μια υπόσχεση που έδωσε δέκα χρόνια πριν: της αιώνιας αγάπης. Πώς θα το καταφέρει μέσα σ’ έναν κόσμο που ελέγχει και γνωρίζει τα πάντα; Ποια ρωγμή της ψυχής του θα σκαλίσει για να φέρει πίσω ό,τι έχασε; Το Hotel Chelsea, βαρόνος της τέχνης, η Νέα Υόρκη, φιλόξενη και πανέμορφη, και τα άλλα σημεία της Γης, που καθόρισαν τη ζωή του, θα τα καταφέρουν;