Λογοτεχνικά Βιβλία στα Ελληνικά
(222)- Εμφάνιση
- 18
- 36
Στην Αλεξάνδρεια των αρχών του εικοστού αιώνα η πολυγλωσσία της καθημερινότητας, το πολυφυλετικό πανηγύρι, ο γρήγορος πλουτισμός αλλά και η εξίσου αιφνίδια πτώση έχουν τους δικούς τους κανόνες, τους οποίους οι Αλεξανδρινοί γνωρίζουν καλά. Κάπου στο βάθος προβάλλει η Ιστορία: δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, η Ευρώπη του μεσοπολέμου, οι εθνικές συμφορές στη Μεσόγειο, η πτώση των ναυτικών αυτοκρατοριών, η έξαρση του εθνικισμού. Μια οικογένεια Ελλήνων καπνοβιομηχάνων ζει το μικρό της θαύμα με φόντο την ελληνική παροικία της πόλης. Η μοίρα της δένεται ανεπίλυτα με τον Λιβανέζο Ελιάς Χούρι και τη Γαλλο-Eλβετίδα Υβέτ Σαντόν. Ιστορίες εμπορίου, πολιτικής, έρωτα και κατασκοπείας. Κάθε άνθρωπος της διασποράς έχει την ιστορία του, την οποία είναι πάντα πρόθυμος να διηγηθεί, παραλείποντας ωστόσο συχνά ένα μικρό μυστικό. Από την Κωνσταντινούπολη ως τη Μασσαλία και από το Παρίσι ως τη Βιέννη ο κοσμοπολιτισμός δίνει τη δική του παράσταση. Όμως έρχεται η στιγμή που τα φώτα χαμηλώνουν στην Αλεξάνδρεια και η πόλη βυθίζεται αργά αλλά σταθερά στο σκοτάδι της παρακμής.
Τι κοινό έχουν η Μόνα Λίζα, η Κλεοπάτρα, ο Κολοκοτρώνης, η Κασσιανή και η Αυγούστα Θεοδώρα; Μια Γαλλίδα Σουλτάνα και η Μπουμπουλίνα; Η Άννα Κομνηνή και ο Μωυσής; Η βασίλισσα Αμαλία και ένα ορφανό φτωχόπαιδο στην Αγγλία; Ο ποιητής Πετράρχης και η Μύρτις; Η ωραία Ελένη και ένας τραπεζίτης, και αυτός με τον Καποδίστρια; Η Ρωξάνη και ένας συνταξιούχος φύλακας Μουσείου; Μια χήρα στη Μάνη και γυναίκες της καθημερινότητας; Τι τους συνδέει; Διαβάστε το βιβλίο για να μάθετε τις μυστικές τους ιστορίες. Αλήθειες καλά κρυμμένες στα βάθη της Ιστορίας ή δημιουργήματα της φαντασίας. Ακόμη ένα απολαυστικό βιβλίο με την εξαίρετη πένα της Ελένης Κ. Τσαμαδού, όπου πρωταγωνιστούν άνθρωποι και… γάτες. Πανέξυπνες και ραδιούργες, τρυφερές, υπέροχες, μοναδικές ΓΑΤΕΣ.
Μελένικο, αρχές του εικοστού αιώνα. Ένας τόπος εξορίας, ξεχασμένος από θεούς και ανθρώπους, σε μια εποχή όπου Έλληνες, Βούλγαροι και Τούρκοι μάχονται άγρια μεταξύ τους. Ένας κομιτατζής, ένας καλόγερος κι ένας έμπορος από τη Βιέννη διεκδικούν την καρδιά της ίδιας γυναίκας. Είναι η Θεοφανώ, με τη βυζαντινή καταγωγή, σκληροτράχηλη και σαγηνευτική όπως ο τόπος που τη γέννησε. Άνθρωποι δυνατοί που μεγαλούργησαν και προσπαθούν να αντισταθούν στη μοίρα που άλλοι έχουν χαράξει για εκείνους. Μια μοίρα σημαδεμένη από το κόκκινο του κρασιού, του αίματος και της αμαρτίας. Κόκκινο της πορφύρας. Ένα βιβλίο για έναν τόπο ανυπότακτο και μια αδάμαστη γενιά σε σκοτεινούς καιρούς. Με φόντο ιστορικά γεγονότα που έρχονται να μας θυμίσουν πως οι άνθρωποι γίνονται ήρωες παρά τη θέλησή τους.
«Άκουσέ με καλά και θα σ’ το πω έξω απ’ τα δόντια. Σ’ αγάπησα πολύ, έστω κι αν εσύ με πρόδωσες και εξαφανίστηκες. Όμως, αν είσαι ανακατεμένη στην κλοπή, μη νομίζεις πως θα μου γλιτώσεις!» Μια απρόσμενη στροφή της μοίρας φέρνει τη Μαλένα στο αρχοντικό του διάσημου ζωγράφου Μιχαήλ Μπόκαρη, ακριβώς τη νύχτα όπου η Νυχτερινή Αφροδίτη, ένας από τους πιο διάσημους πίνακες του εικοστού αιώνα, κάνει φτερά. Το παρελθόν ζωντανεύει κι ο έρωτας εμφανίζεται ξανά μπροστά στα μάτια των πρωταγωνιστών αυτής της ιστορίας, πληγωμένος και γεμάτος θυμό. Άλλες τέσσερις γυναίκες έχουν λάβει την ίδια πρόσκληση από τον ζωγράφο. Ποιες από αυτές είναι οι Ερινύες του παρελθόντος και ποια είναι στην πραγματικότητα η δική του Αφροδίτη; Θα συνειδητοποιήσει τελικά η υφήλιος τις αλήθειες που έχουν αποτυπωθεί στον καμβά; Θα μαθευτεί η αλήθεια; Η μεγαλειώδης διαδρομή ενός θρύλου από το χθες στο σήμερα και από τις γραφικές Σπέτσες και την Αθήνα του ’70 στις λαμπερές πρωτεύουσες του κόσμου. Ένα ταλέντο που συνταράσσει ολόκληρο τον πλανήτη. Ένας έρωτας-φωτιά που καίει δυο καρδιές. Μια ζωή μέσα στα φώτα και στα χρώματα κι ένας πίνακας κρυμμένος βαθιά στα σκοτάδια, που αγωνιά να αποκαλύψει τα μυστικά του.
Ιούλιος 1948. Η δεκαεξάχρονη Αλεμίνα αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σπίτι της στο όμορφο Κιέτι και να ζήσει στο εξής στο Σαλέντο της Κάτω Ιταλίας. Εκεί συναντάει για πρώτη φορά τον παράξενο παππού της, διεισδύει στα σκοτεινά μυστικά της οικογένειας Κοντότι και γνωρίζει τον έρωτα στο πρόσωπο ενός γλύπτη. Στην ίδια περιοχή, ένας άντρας δολοφονεί με απεχθή τρόπο τους δωσίλογους συνεργάτες των Γερμανών. Για κάθε θύμα φτιάχνει μια ξύλινη κούκλα χωρίς άκρα, όπου, σύμφωνα με έναν ιαπωνικό θρύλο, παραμένει η ψυχή αυτού που φεύγει. Θα φτάσει η στιγμή που οι φαινομενικά διαφορετικοί δρόμοι αυτών των δύο ανθρώπων θα διασταυρωθούν και τότε θα τεθεί το κρίσιμο ερώτημα: Ποιος έχει το δικαίωμα να ξεχωρίσει το καλό από το κακό, το δίκαιο από το άδικο; Τι θα γίνει όταν πέσουν οι μάσκες και έρθει η κάθαρση; Ένας συναρπαστικός χορός γεγονότων και απρόσμενων εξελίξεων, μια «ταραντέλα» έρωτα, προδοσίας, εκδίκησης και απονομής δικαιοσύνης στα δύσκολα χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Σμαράγδα Καλλίνικου, μέλος του ελληνικού κοινοβουλίου και σύζυγος του μεγιστάνα Γεράσιμου Καλλίνικου, βρίσκεται άγρια δολοφονημένη στην απόμερη παραλία Νερόμυλος. Δύο ημέρες πριν από τη δολοφονία της είχε απειλήσει σε απευθείας μετάδοση με την αποκάλυψη ενός σκανδάλου που θα συντάραζε την πολιτική σκηνή. Η ανακάλυψη του πτώματός της προκαλεί σοκ στο πανελλήνιο και πολυμελή κλιμάκια της αστυνομίας συρρέουν στο νησί για να εξιχνιάσουν το έγκλημα. Ο ψυχολόγος της Ιντερπόλ, Στέφανος Μωραΐτης, αδελφικός φίλος του πρωτότοκου Πέτρου Καλλίνικου, καλείται στην Ελλάδα για να συνδράμει στις έρευνες. Πληγωμένος, στο παρελθόν, από την οικογένεια αλλά και βαθύτατα υποχρεωμένος σε αυτήν, σπεύδει στο νησί για να έρθει αντιμέτωπος με τα ανοιχτά τραύματά του αλλά και με ανθρώπους που νομίζουν πως μπορούν να τον χρησιμοποιήσουν σαν μαριονέτα. Εκτός από τα κρυστάλλινα νερά, ο Στέφανος βουτάει μέσα στα ψέματα ανθρώπων που αγαπούσε και βάζει τη ζωή του σε κίνδυνο από το τσουνάμι που πυροδοτούν οι ανακαλύψεις του για τους ισχυρότερους παράγοντες της χώρας. Με μοναδικούς συμμάχους την ευστροφία του και τον πεισματάρη αστυνόμο Σωτήρη Στρατέλη, θα έρθει σε ρήξη με όλους και κυρίως με τον ίδιο του τον εαυτό. Άραγε, η αλήθεια θα καταφέρει να τον λυτρώσει;
8 Νοεμβρίου 2011. Ο Αλέξανδρος Σάντσας ή Αλεκίνος δίνει τέλος στη ζωή του διχάζοντας μια ολόκληρη χώρα που βρίσκεται ήδη σε κρίση. Ο Μάνος Πιερίδης, μέλος μιας παρέας στην οποία ανήκε ο αυτόχειρας, αναθυμάται στιγμές από την κοινή τους ζωή στη δεκαετία του ενενήντα. Η μνήμη του ψηλαφεί τα ανέμελα χρόνια της νιότης, τον ανεκπλήρωτο έρωτά του για την Έλια, τη νεαρή δασκάλα χορού, την πολυκύμαντη φιλία του με τον Σέργιο. Μέσα από μικρά και μεγάλα επεισόδια που οδηγούν στο σήμερα αναδεικνύεται το ψηφιδωτό χαρακτήρων ενός λαού που χόρεψε στον ρυθμό των ψευδαισθήσεων προτού βυθιστεί σε μια απρόσμενη περιπέτεια. Ένα μυθιστόρημα για τη δοκιμασία της ζωής και του έρωτα με φόντο την πολύκροτη κρίση.
Ο Θανάσης Βεργής χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του όταν, τον Μάιο του 1972, η δεκατριάχρονη κόρη του Δροσιά πνίγεται στο ορμητικό ποτάμι του χωριού τους. Το σώμα της δε θα βρεθεί, παρά μόνο τα παπούτσια και η ζακέτα της. Σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, ένα άλλο κορίτσι από το διπλανό χωριό εξαφανίζεται μυστηριωδώς· οι φήμες που κυκλοφορούν λένε πως κλέφτηκε με κάποιον που αγαπούσε τρελά. Λίγους μήνες μετά, ακόμη ένα κορίτσι από το πρώτο χωριό χάνεται αναίτια από προσώπου γης την ημέρα των γενεθλίων της. Ένας πνιγμός και δύο εξαφανίσεις στην ίδια περιοχή προκαλούν πολλά ερωτηματικά τόσο στους κατοίκους όσο και στη Χωροφυλακή που τις ψάχνει παντού, δίχως όμως απαντήσεις. Το χωριό στιγματίζεται ως καταραμένο, κι ένα σύννεφο φόβου βαραίνει τους κατοίκους του. Είκοσι ολόκληρα χρόνια μετά τον χαμό της Δροσιάς, ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι βρίσκεται πνιγμένο στον ίδιο ποταμό. Η κατάρα ξαναχτυπά το χωριό. Η εξέταση του ιατροδικαστή είναι καταπέλτης. Μαζί με την υπόθεση ανοίγουν ξανά στην Αστυνομία τρεις ξεχασμένοι φάκελοι. Και τότε ξυπνούν οι δαίμονες. Γιατί αυτή τη φορά, κάποιος θα μιλήσει και θα πει αλήθειες που δε θέλει να πιστέψει κανείς. Τι συνέβη σε εκείνα τα κορίτσια που χάθηκαν; Πού πήγαν; Πού βρίσκονται τώρα; Οι δαίμονες δεν έχουν όνομα. Έχουν όμως παρουσία και επιλέγουν ποιους θα βασανίσουν…
Κοριτσάκι τόσο δα ήταν όταν την άρπαξαν από την αγκαλιά μου. Ένα μπουμπούκι το κορμάκι της που δεν αξιώθηκα να το δω ν’ ανθίζει. Δεν το χάρηκα. Δεν το χόρτασα. Μόνο τ’ αγκάθια˙ τ’ αγκάθια μόνο χόρτασα. Τα βράδια, όταν οι σκιές της αβάσταχτης απουσίας απλώνονταν και μ’ έπνιγαν, στα γόνατα έπεφτα, προσευχόμουν μόνο κι έλπιζα: «Κι αν σου ζητάω πολλά, Παναγιά μου, μάνα είσαι κι Εσύ και με νιώθεις. Σαν την αγάπη της μάνας, το ξέρεις -Θεέ μου!- όμοια δεν υπάρχει σ’ αυτό τον κόσμο που ’φτιαξες…». Γυναίκες του εμφυλίου... Στάχυα που τα άλεθαν αλύπητα οι μυλόπετρες της Ιστορίας. Πατρίδα, κόμμα, προδοσίες, επαναστάσεις, αντάρτικα, σφαγές και, τέλος, το παιδομάζωμα. Η πιο απάνθρωπη, η πιο σκοτεινή σελίδα του αδελφοκτόνου σπαραγμού. Γυναίκες του εμφυλίου... Κεριά αναμμένα. Σαν την Αγγέλα, τη Μέλπω και την Αριάδνη. Ρωτούσαν, έτρεχαν, πόρτες χτυπούσαν μέρα και νύχτα, με μια μονάχα ελπίδα. Πως ίσως ξανανταμώσουν μια μέρα τα βλαστάρια τους. Κάποιες τα κατάφεραν. Κάποιες άλλες όχι. Γυναίκες του εμφυλίου... Μάνες της άδειας αγκαλιάς. Αυτή είναι η ιστορία τους...
Μικρούλα ήταν η Ολίβια όταν οι αστυνομικοί συνέλαβαν τον πατέρα της και τον έκλεισαν στη φυλακή. Ένας απ’ αυτούς τη λυπήθηκε. Και την υιοθέτησε. Για χάρη του μεταμορφώθηκε σε άγγελο δικαιοσύνης, έγινε κι εκείνη αστυνομικός. Στα μάτια του Αντώνη συνάντησε τον έρωτα. Τον δυνατό, τον σαρωτικό. Ώσπου ήρθε αντιμέτωπη με τα κρυμμένα μυστικά της ζωής της, αλλά και με την Ελεάννα και την εκδικητική της μανία. Και τότε ήταν που την κατηγόρησαν για ανθρωποκτονία! Υπάρχουν αλήθειες αμείλικτες, που δεν πρέπει να λέγονται; Μήπως είναι προτιμότερα τα ψέματα; Κι είναι άραγε η αγάπη το μόνο αληθινό μας ταξίδι; Ένα μυθιστόρημα που πλημμυρίζει τη λέξη «έρωτα» με φως.
Η «ποίηση σήμερα» αποτελείται από μη διασταυρωμένες φήμες, από ανυπόστατες διαδόσεις, από άχρηστες (για το μεγάλο κοινό) πληροφορίες, από κιτρινίζοντα χειρόγραφα που τα είδε ο ήλιος και αλλοιώθηκαν, από ήχους γεμάτους παρηχήσεις και μισοτελειωμένες φράσεις. Κι όμως διατηρεί μια κομψότητα στο ύφος, μια ισορροπία στη μορφή, μια άνετη και αδιάκοπη ροή νερού από πηγή. Γιατί αυτές οι αντιθέσεις στο παρουσιαστικό και στα νοήματα; Από τη μια το παιχνίδι, η ειρωνεία, ο σαρκασμός, και από την άλλη η νοσταλγία για ένα αναπότρεπτο παρελθόν, που όλο τ’ αλλάζουμε να μας ικανοποιεί καλύτερα, ενώ ήταν γεμάτο από χαμένες ευκαιρίες, ανολοκλήρωτους πόθους και αποτυχημένες προσπάθειες, που επισκίαζαν τις λίγες ωραίες λαμπερές στιγμές ολοκλήρωσης. Γι’ αυτό η «ποίηση σήμερα» είναι μεταξύ άλλων ένα «πικρό καρναβάλι».
Μιλ Πoντ Βίλατζ, Όρεγκον Δυτικής Αμερικής, 1975 Ο σαρανταεξάχρονος Τζορτζ Φίσερ, ένας αγνός ταχυδρομικός υπάλληλος που ζει στο πατρικό του, πιστεύει πως είναι ένας ευτυχισμένος οικογενειάρχης. Λατρεύει τους δύο γιους τους, τον Νάθαν και τον Σαμ, όπως και τη γυναίκα του, Λόρα. Ο Τζορτζ έχει μια δίδυμη αδελφή, την Ντόροθι, που εδώ και είκοσι οκτώ χρόνια, ζει στη Νέα Υόρκη και είναι διάσημη ηθοποιός θεάτρου. Η Ντόροθι δεν έχει παντρευτεί ποτέ, ούτε έχει παιδιά, και λόγω πολλαπλών υποχρεώσεων και φόρτου εργασίας, δεν έχει καν τον χρόνο να επισκέπτεται την οικογένεια του αδελφού της. Εκείνος όμως την αγαπά, τη θαυμάζει για όσα έχει πετύχει στη ζωή της και νιώθει πάντα δεμένος μαζί της όπως τότε που ήταν παιδιά. Όταν η Ντόροθι, κουρασμένη από την έντονη κοινωνική και επαγγελματική ζωή της, αποφασίζει να επιστρέψει στη μικρή επαρχιακή πόλη και στο πατρικό της για να ξεκουραστεί και να εισπράξει αγάπη δίπλα στην οικογένεια του αδελφού της, διαπιστώνει πως, ενώ όλος ο κόσμος τη λατρεύει και τη θαυμάζει ως μεγάλη ηθοποιό, η Λόρα είναι απροκάλυπτα ψυχρή μαζί της και οι δύο ανιψιοί της, που τους έχει βοηθήσει οικονομικά, της φέρονται περιφρονητικά. Πέρα από αυτό, διαπιστώνει πως ο αδελφός της πίνει πολύ και αιτία είναι η γυναίκα του. Αυτό τη φέρνει αντιμέτωπη με αλήθειες που θέλει να παραμείνουν στο παρασκήνιο… Ως πότε όμως;
Ο τόμος «Ποίηση 2000-2017» του Γιάννη Καλπούζου περιλαμβάνει σε επανέκδοση τις συλλογές: «Έρωτας νυν και αεί» και «Το παραμιλητό των σκοτεινών Θεών», επιλεγμένα και επιμελημένα ποιήματα από τη συλλογή «Το νερό των ονείρων», καθώς και 43 νέα ποιήματα ως ξεχωριστή ενότητα με τίτλο «Νυχτέρι». Η συλλογή «Έρωτας νυν και αεί» ήταν υποψήφια στη βραχεία λίστα για το κρατικό βραβείο ποίησης 2008.
Η Έλλη, μια ωραία, μοντέρνα γυναίκα, κουρασμένη και απογοητευμένη από μια πολύχρονη σχέση που δεν οδηγεί πουθενά, χωρίζει και αποφασίζει να φύγει για καλοκαιρινές διακοπές με την καλύτερή της φίλη. Ένα βράδυ, σε ένα μπαράκι του νησιού όπου έχουν πάει, γοητεύεται από την παρουσία ενός εντυπωσιακού μα συνάμα πολύ σοβαρού νέου άντρα. Όταν όμως γνωρίζονται και αρχίζουν να κάνουν παρέα, σύντομα αντιλαμβάνεται πως ο Αλέξανδρος προτιμά τους άντρες για ερωτικούς συντρόφους∙ έτσι αναπτύσσεται μεταξύ τους μια φιλία, που συνεχίζεται και μετά το τέλος τον διακοπών. Παρότι οι ερωτικές προτιμήσεις του Αλέξανδρου είναι διαφορετικές, ανάμεσά τους γεννιέται μια περίεργη έλξη, που έπειτα από πολύ καιρό τούς οδηγεί σε μια θυελλώδη βραδιά. Από εκείνη τη στιγμή η συμπεριφορά του αλλάζει και αρχίζει να την αποφεύγει. Όμως δεν μόνο η συμπεριφορά του που κάνει την Έλλη να ανησυχήσει, αλλά κάτι άλλο, πολύ πιο σοκαριστικό. Εκείνη πίστευε πως μεταξύ τους δεν υπήρχαν μυστικά, ωστόσο ο Αλέξανδρος της κρύβει αυτό που θα αλλάξει ολοκληρωτικά τη ζωή του αλλά και τη δική της για πάντα. Οι κοινωνικοί κανόνες έχουν τα δικά τους αυστηρά χρώματα και αδυνατούν να συμπορευτούν με φανταχτερά χρώματα, όσα όμορφα κι αν είναι. Όμως είναι κι αυτά χρώματα της Φύσης…
1816-1829. Πάτρα, Τριπολιτσά, Ναύπλιο, Μεσολόγγι… Αφότου ο Αγγελής βρέθηκε φυλακισμένος στο κοτέτσι του Σαχίν Αγά, το μίσος φώλιασε στην ψυχή του σαν φαρμακερό φίδι. Κατά την εκρηκτική και συγχρόνως σαγηνευτική πορεία του μπαίνει στη δούλεψη ενός στρυφνού και τσιγκούνη πραματευτή, που σου πουλά κωλοφωτιά για καντήλι. Τον ζώνει το μολυβένιο σύγνεφο της σκλαβιάς και του εξευτελισμού των ραγιάδων. Σμίγει με την Κερασία, όπου στο πρόσωπό της βουτάνε και κολυμπούν τα όνειρα. Απαντιέται με κοτζαμπάσηδες, κολίγους και συμπολεμιστές, που είναι πιότερο από αδέρφια και γυναίκα την ώρα της μάχης, ενώ ένα τρομαγμένο Τουρκόπουλο γαντζώνεται πάνω του. Στον δρόμο του και δύο γέροντες, οι οποίοι ξεψαχνίζουν το κίνητρο για καθετί μα και τη γλυκιά και φαρμακερή ουσία του «εγώ», η πλανεύτρα Ασπασία, διαβολικοί ξένοι, ντόπιοι τυχοδιώκτες, ο επί τριάντα έξι χρόνια αμίλητος Συμεών, ένας καβαλάρης που σώζει αιχμάλωτες Τουρκοπούλες και ο τρανότερος οχτρός του λεύτερου ανθρώπου, ο φόβος. Ο Αγγελής βιώνει το μεγαλείο και τη σκοτεινή πλευρά του ματοβαμμένου Εικοσιένα, γκρεμίζοντας μυθεύματα και φανερώνοντας καταχωνιασμένες αλήθειες. Σφιχταγκαλιάζεται με τη φωτιά του ξεσηκωμού, μεταβολίζει την αγριότητα σε ελπίδα, λύτρωση και γλυκασμό, και βροντοφωνάζει: «Θέλω να μην είμαι ραγιάς σε κανέναν. Ραγιάς σε τίποτα!»
1816-1829. Πάτρα, Τριπολιτσά, Ναύπλιο, Μεσολόγγι… Αφότου ο Αγγελής βρέθηκε φυλακισμένος στο κοτέτσι του Σαχίν Αγά, το μίσος φώλιασε στην ψυχή του σαν φαρμακερό φίδι. Κατά την εκρηκτική και συγχρόνως σαγηνευτική πορεία του μπαίνει στη δούλεψη ενός στρυφνού και τσιγκούνη πραματευτή, που σου πουλά κωλοφωτιά για καντήλι. Τον ζώνει το μολυβένιο σύγνεφο της σκλαβιάς και του εξευτελισμού των ραγιάδων. Σμίγει με την Κερασία, όπου στο πρόσωπό της βουτάνε και κολυμπούν τα όνειρα. Απαντιέται με κοτζαμπάσηδες, κολίγους και συμπολεμιστές, που είναι πιότερο από αδέρφια και γυναίκα την ώρα της μάχης, ενώ ένα τρομαγμένο Τουρκόπουλο γαντζώνεται πάνω του. Στον δρόμο του και δύο γέροντες, οι οποίοι ξεψαχνίζουν το κίνητρο για καθετί μα και τη γλυκιά και φαρμακερή ουσία του «εγώ», η πλανεύτρα Ασπασία, διαβολικοί ξένοι, ντόπιοι τυχοδιώκτες, ο επί τριάντα έξι χρόνια αμίλητος Συμεών, ένας καβαλάρης που σώζει αιχμάλωτες Τουρκοπούλες και ο τρανότερος οχτρός του λεύτερου ανθρώπου, ο φόβος. Ο Αγγελής βιώνει το μεγαλείο και τη σκοτεινή πλευρά του ματοβαμμένου Εικοσιένα, γκρεμίζοντας μυθεύματα και φανερώνοντας καταχωνιασμένες αλήθειες. Σφιχταγκαλιάζεται με τη φωτιά του ξεσηκωμού, μεταβολίζει την αγριότητα σε ελπίδα, λύτρωση και γλυκασμό, και βροντοφωνάζει: «Θέλω να μην είμαι ραγιάς σε κανέναν. Ραγιάς σε τίποτα!»
Όταν η Σμαράγδα, στα τέλη του 1874, φτάνει από την Κωνσταντινούπολη στη Σύμη με το καράβι του ηλικιωμένου Μόσκοβου, δεν περιμένει ότι στο νησί με τα πολλά προνόμια και τους επιδέξιους σφουγγαράδες θα βρει την ευτυχία. Η ευτυχία αυτή, ωστόσο, θα σημαδευτεί από πολύχρονη ατεκνία, μέχρι τη μέρα που θα κλείσει στην αγκαλιά της τον πεντάχρονο ορφανό Γιοσίφ, που οι συμπατριώτες της θα αποκαλέσουν «το Αραπί», δυσκολεύοντας την ένταξή του στην προηγμένη για τα δεδομένα της εποχής κοινωνία τους. Καθώς τα χρόνια περνούν, η Σμαράγδα θα βιώσει οδυνηρές απώλειες και μια βαριά προδοσία, που θα την υποχρεώσει να αφήσει τη Σύμη για τη Ρόδο λίγο πριν από την ανατολή του νέου αιώνα. Στη Ρόδο, όπου το χνότο του Οθωμανού είναι πιο αποπνικτικό, θα παρεισφρήσει στην ανδροκρατούμενη επιχειρηματική κοινότητα του νησιού με το άρωμά της, τον Ροδανθό. Κι ενώ η Τουρκοκρατία παραχωρεί τη θέση της στην Ιταλοκρατία και οι Έλληνες παλεύουν να διατηρήσουν την εθνική τους υπόσταση, η οικογένειά της θα προσπαθήσει να επιβιώσει μέσα στις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες που επιβάλλουν ο Μεγάλος Πόλεμος, η Μικρασιατική Καταστροφή, ο ιταλικός φασισμός αλλά κι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Γερμανοκρατία και ο μεγάλος λιμός που μαστίζει άγρια τα Δωδεκάνησα στο ξεψύχισμα του πολέμου. Η ιστορία μιας οικογένειας στη Σύμη και στη Ρόδο, πολυκύμαντη και ταραχώδης σαν τη θάλασσα που περιβάλλει τα δύο νησιά, από τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, με συνδετικό ιστό μια γυναικεία μορφή.
Το νησί ύστερα από έναν τρομερό σεισμό βυθίζεται προοδευτικά. Οι άνθρωποι ανεβαίνουν ολοένα ψηλότερα για να σωθούν. Η κανονικότητα της ζωής του Παρασκευά, της αγαπημένης του εγγονής Θαρρενής, μα και όλων των κατοίκων ανατρέπεται απότομα. Έρχονται αντιμέτωποι με τον κίνδυνο, τον φόβο, την απόγνωση και τον θάνατο, ενώ θ' αναμετρηθούν με ανομολόγητα μυστικά, πόθους και πάθη. Στην ανάβαση προς το βουνό Σάος περιπλέκονται μια αινιγματική διαθήκη, πολιτικοί-καρικατούρες, βιαστές και δολοφόνοι, ηγέτες-νάνοι, καθημερινοί άνθρωποι-γίγαντες, το καθήκον, η αλληλεγγύη και ο φιλοτομαρισμός, η μετάλλαξη των χαρακτήρων σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, ο έρωτας που φυτρώνει σαν λουλούδι στη ραγισματιά της ασφάλτου, ο πλούτος και η φτώχεια των ψυχών, η ηθική και συναισθηματική κατάπτωση, η αποκτήνωση, η ελπίδα, το ίδιο το νησί, που θα μπορούσε να είναι η Ελλάδα ή ο κόσμος ολόκληρος.