Λογοτεχνικά Βιβλία στα Ελληνικά
(221)- Εμφάνιση
- 18
- 36
Όταν η Σμαράγδα, στα τέλη του 1874, φτάνει από την Κωνσταντινούπολη στη Σύμη με το καράβι του ηλικιωμένου Μόσκοβου, δεν περιμένει ότι στο νησί με τα πολλά προνόμια και τους επιδέξιους σφουγγαράδες θα βρει την ευτυχία. Η ευτυχία αυτή, ωστόσο, θα σημαδευτεί από πολύχρονη ατεκνία, μέχρι τη μέρα που θα κλείσει στην αγκαλιά της τον πεντάχρονο ορφανό Γιοσίφ, που οι συμπατριώτες της θα αποκαλέσουν «το Αραπί», δυσκολεύοντας την ένταξή του στην προηγμένη για τα δεδομένα της εποχής κοινωνία τους. Καθώς τα χρόνια περνούν, η Σμαράγδα θα βιώσει οδυνηρές απώλειες και μια βαριά προδοσία, που θα την υποχρεώσει να αφήσει τη Σύμη για τη Ρόδο λίγο πριν από την ανατολή του νέου αιώνα. Στη Ρόδο, όπου το χνότο του Οθωμανού είναι πιο αποπνικτικό, θα παρεισφρήσει στην ανδροκρατούμενη επιχειρηματική κοινότητα του νησιού με το άρωμά της, τον Ροδανθό. Κι ενώ η Τουρκοκρατία παραχωρεί τη θέση της στην Ιταλοκρατία και οι Έλληνες παλεύουν να διατηρήσουν την εθνική τους υπόσταση, η οικογένειά της θα προσπαθήσει να επιβιώσει μέσα στις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες που επιβάλλουν ο Μεγάλος Πόλεμος, η Μικρασιατική Καταστροφή, ο ιταλικός φασισμός αλλά κι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Γερμανοκρατία και ο μεγάλος λιμός που μαστίζει άγρια τα Δωδεκάνησα στο ξεψύχισμα του πολέμου. Η ιστορία μιας οικογένειας στη Σύμη και στη Ρόδο, πολυκύμαντη και ταραχώδης σαν τη θάλασσα που περιβάλλει τα δύο νησιά, από τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, με συνδετικό ιστό μια γυναικεία μορφή.
Ολόκληρο το έργο του πολυβραβευμένου λογοτέχνη σε δύο πολυτελείς τόμους-κόσμημα για κάθε βιβλιοθήκη. Ο πρώτος τόμος περιλαμβάνει τα εξής: ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ, ΣΗΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ, ΑΡΝΟΥΜΑΙ, ΤΟ ΛΑΘΟΣ.
Ολόκληρο το έργο του πολυβραβευμένου λογοτέχνη σε δύο πολυτελείς τόμους-κόσμημα για κάθε βιβλιοθήκη. Ο δεύτερος τόμος περιλαμβάνει τα εξής: ΤΟ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ, Η ΚΟΝΤΡΑ, 1919-, ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ.
Στο μικρό ακριτικό χωριό όλα μοιάζουν ειρηνικά, ώσπου ο επτάχρονος γιος του Νίκου εξαφανίζεται κοντά στα σύνορα. Ο Νίκος τον αναζητεί απεγνωσμένα, η γυναίκα του συμπεριφέρεται περίεργα κι ο αδελφός του έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με τον υπόκοσμο της Θεσσαλονίκης. Όμως, όταν μαθεύεται πως στο γειτονικό μουσουλμανικό χωριό, που βρίσκεται στην άλλη πλευρά των συνόρων, ένας τζιχαντιστής έχει μόλις επιστρέψει από τη Συρία, τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο περίπλοκα. Οι φήμες οργιάζουν: ατύχημα, φόνος, απαγωγή ή νέο παιδομάζωμα; Ο Νίκος ψάχνει κίνητρα και υπόπτους, ενώ μια παράξενη ομίχλη θολώνει τα μυαλά των ανθρώπων. Μια ομίχλη που θα αποκόψει τους ακρίτες από τον υπόλοιπο κόσμο και τον πολιτισμό, φέρνοντας στην επιφάνεια θαμμένα μυστικά. Ένα υπαρξιακό μυθιστόρημα μυστηρίου και αγωνίας για την πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων σχέσεων, ένα βιβλίο με καταιγιστικό ρυθμό, σύνθετη πλοκή και απροσδόκητο τέλος.
Δυο δίδυμες αδελφές και ένας άντρας ανάμεσά τους. Αγάπη, καθήκον και έρωτας μπλέκονται, συγκρούονται, χωρίζονται βίαια και ξανασμίγουν σε μια διαδρομή χωρίς τέρμα. Ένα γαϊτανάκι ψυχών που τις δένει ένας βαρύς όρκος και ένας ανεκπλήρωτος έρωτας. Από το σήμερα στο μακρινό χθες, πάντα με φόντο τη μυστηριακή καστροπολιτεία του Μυστρά, οι δίδυμες δε θα πάψουν να αναζητούν τη λύτρωση. Επειδή κάποιες ψυχές δεν τις γαληνεύει ο θάνατος. Επειδή κάποιους έρωτες δεν τους νικά ο χρόνος.
Έπειτα από μια συνταρακτική ανακάλυψη ο καθηγητής αρχαιολογίας Νικηφόρος Έξαρχος δολοφονείται από έναν αόρατο εχθρό που θέλει να σφετεριστεί το πολύτιμο εύρημά του. Συγκλονισμένες αλλά αποφασισμένες ως το μεδούλι οι δύο κόρες του, η Νίκη και η Ηλέκτρα, συμφωνούν να ξεπεράσουν την μεταξύ τους αντιπάθεια και να συνεργαστούν, προκειμένου να μάθουν την αλήθεια για τον θάνατο του πατέρα τους. Σε έναν άνισο αγώνα με τον χρόνο παλεύουν να βρουν το κρυμμένο άγαλμα και να το παραδώσουν στα σωστά χέρια. Σύμμαχοί τους σε αυτό το επικίνδυνο ταξίδι ο αινιγματικός Μάρκος, ο γοητευτικός Τζον και ο τρελός φτερωτός θεός Έρωτας που φέρνει τα πάνω κάτω στη ζωή των τεσσάρων. Κυνηγημένοι από φανατικούς συλλέκτες, αντιμέτωποι με αδίστακτους αρχαιοκάπηλους και έχοντας απέναντί τους τη διαβόητη οργάνωση των Πενήντα Πέντε που φαίνεται να έχει μάτια παντού, προσπαθούν απεγνωσμένα να λύσουν γρίφους για να οδηγηθούν στην αλήθεια που στοίχισε τη ζωή του καθηγητή. Ένα αρχαιολογικό θρίλερ που κόβει την ανάσα! Ένα αγωνιώδες κυνηγητό όπου κάθε δευτερόλεπτο είναι πολύτιμο! Ένας ασφυκτικός κλοιός από θανάσιμους εχθρούς. Δύο παθιασμένες ιστορίες αγάπης που ανθίζουν μέσα στην καταιγίδα!
Κατά τη δεκαετία του 1960 στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων, αναδείχθηκαν τα μεγαλύτερα εγχώρια κινηματογραφικά αστέρια. Ένα από αυτά υπήρξα κι εγώ, ο Βίκτορας Νοταράς. Ελάχιστοι έμαθαν πως τα πρώτα μου εφηβικά βήματα τα έκανα στα διαβόητα στενοσόκακα της πιο αμαρτωλής γειτονιάς, της Τρούμπας, με τα μπορντέλα και τις γυναίκες που πουλούσαν φθηνό έρωτα, πρώτα ως αγαπητικός και μετά ως βαποράκι. Το μέλλον μου ήταν αβέβαιο, όμως δε μου καιγόταν καρφί. Και γιατί να μου καεί; Ήμουν νέος, γοητευτικός, δεν περνούσα απαρατήρητος. Ένα καπρίτσιο της μοίρας με έχρισε μέσα σε μια νύχτα πρωταγωνιστή ταινιών, έγινα αυτό που έλεγαν κινηματογραφικό αστέρι, σταρ∙ δεν ξέρω πώς στον διάολο εκτοξεύτηκα τόσο ψηλά, άλλοι το αποφάσισαν, όχι εγώ. Σύντομα έφυγα στο εξωτερικό, έκανα καριέρα κι εκεί. Τα είχα όλα. Νιάτα, δόξα, λεφτά. Οι γυναίκες παραληρούσαν για ένα μου αυτόγραφο, πολύ περισσότερο για μια βραδιά μαζί μου. Δεν εκτίμησα τίποτα… Τίποτα. Ανίκανος να διαχειριστώ την τεράστια φήμη μου, έκανα τα πάντα για να αμαυρώσω το όνομά μου, να ποδοπατήσω το γνήσιο ταλέντο μου, να καταστρέψω την εικόνα μου, να ραγίσω το είδωλό μου. Μέχρι που συνειδητοποίησα πως δεν ήμουν ο θύτης που πίστευα, που πίστευαν όλοι, ήμουν το θύμα. Ήταν όμως αργά. Βλέπετε, όταν ραγίσουν τα είδωλα, τα «σκοτώνουν». Μπορεί ένα λάθος της νιότης να φέρει την ανατροπή; Να γίνει η αιτία να αναθεωρήσουμε ολόκληρη τη ζωή μας; Να ξαναγεννηθούμε; Ίσως…
«...και αφού, όπως λες, η γιαγιά σου γνωρίζει τι σας γράφουν τα αστέρια, γιατί δεν προσπαθείτε να το αποφύγετε, να το αλλάξετε;» «Γιατί δεν κάνει να αλλάζεις αυτό που σου γράφουν τ’ αστέρια. Πίσω τους έρχονται χειρότερα αν τα αποτρέψεις. Και τότε τ’ αστέρια κλαίνε.» «Κλαίνε; Γιατί;» «Κλαίνε για μας!» Ο σαραντάρης Ελληνοαμερικανός έμεινε σιωπηλός. Η δεκαεπτάχρονη Ρουμάνα τσιγγάνα τον κοιτούσε σοβαρή... Πενήντα χρόνια μετά, η μοίρα έμελλε να παίξει με τις ζωές δυο νέων ανθρώπων. Του νεαρού, πετυχημένου Στέφανου στην Αμερική και της όμορφης, μυστηριώδους Κασσάνδρας στην Αθήνα. Και οι δυο είχαν κληροδότημα ένα πανομοιότυπο δαχτυλίδι. Η μοιραία συνάντησή τους άλλαξε δραματικά τη ζωή του Στέφανου. Το αλλόκοτο χάρισμα της Κασσάνδρας, μακάβρια κληρονομιά χαμένη στην άβυσσο του χρόνου της οικογένειάς της, ήταν το μέσο της για να τολμήσει ό,τι φοβόταν πάντα η φυλή της: να αλλάξει αυτό που έγραψαν τα αστέρια. Όμως, όταν τα αστέρια κλαίνε... Το βιβλίο αποτελεί επανέκδοση του ομώνυμου βιβλίου της συγγραφέως.
Οι Βαλκανικοί, ο Μεγάλος Πόλεμος, η βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας συνθέτουν ένα τραγικό σκηνικό στο οποίο παλεύει να επιβιώσει η ξεριζωμένη οικογένεια του Θρακιώτη Αντώνη Καραντρέα. Η ομηρία του Αντώνη και η εξοντωτική εργασία στα βουλγαρικά στρατόπεδα αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια στο κορμί και στην ψυχή του. Θα καταφέρει να ξεφύγει από τις φρικιαστικές θύμησες και να ξαναβρεί τον εαυτό του, όπως εύχονται οι δικοί του; Η οδύσσεια της οικογένειας συνεχίζεται με την αρρώστια του μικρού γιου Φώτη και την αιχμαλωσία του πρωτότοκου Αντρέα κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. Πώς θα βιώσει ο Αντρέας τα τέσσερα χρόνια της αιχμαλωσίας; Τι εμπειρίες θα κουβαλά στις αποσκευές του γυρνώντας; Πώς θα σταθεί στα πόδια του, αφού στην πατρίδα τον περιμένουν καινούργιες συμφορές; Θα βρει το κουράγιο να συνεχίσει να αγωνίζεται για καλύτερες μέρες; Ο έρωτας, η αγάπη, η φιλία και η ανάγκη για μια πατρίδα θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στην πορεία του και θα γίνουν η βάση για αποφάσεις ζωής. Ένα φορτισμένο συγκινησιακά οδοιπορικό στους τόπους που βίωσαν τη φρίκη τριών βουλγαρικών κατοχών, ένα προσκύνημα στους τάφους όσων μαρτύρησαν, μια σταγόνα σεβασμού σ’ εκείνους που πόλεμοι, κατοχές και συνθήκες τούς ανάγκασαν να αλλάξουν βηματισμό, σχέδια και πορεία ζωής, αλλά κατάφεραν να σταθούν όρθιοι.
Μια διάσημη συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων που, αποφασίζοντας να σκοτώσει τον βασικό ήρωα των βιβλίων της, πέφτει ξαφνικά σε δυσμένεια. Ένας σύζυγος-τρόπαιο που ετοιμάζεται να την εγκαταλείψει για τη νεότερη ερωμένη του. Ο πανταχού παρών Βασιλιάς και ο Γελωτοποιός του, που στοιχειώνουν κάθε κίνησή της. Κι ένας ανώτατος επιθεωρητής –σε μια γκρίζα και παγωμένη πόλη– κόντρα σε όλα τα μυθιστορηματικά κλισέ. Μόναχο, 2018. Η Λούνα Μάρκος, πασίγνωστη συγγραφέας, σκηνοθετεί με τη συγκατάθεση του σύντομα πρώην συζύγου της τη δολοφονία του, προκειμένου να προκαλέσει εκ νέου φρενίτιδα στα μίντια με το όνομά της. Δε φαντάζεται όμως πως η πραγματικότητα ξεπερνά πολλές φορές κάθε φαντασία, καθώς μονάχα η αλήθεια μπορεί να μετατραπεί τελικά στον απόλυτο εφιάλτη. Ένας ειδεχθής φόνος οδηγεί τους πάντες στην παράνοια. Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται και κανένας δεν είναι αθώος, ενώ τα γεγονότα μοιάζουν να διαστρεβλώνονται σαν σε παραμορφωτικό καθρέφτη. Γιατί τελικά είναι οι οικογενειακές ιστορίες –αυτές που «γράφονται» μέσα σε τέσσερις τοίχους– που μπορεί να αποδειχθούν οι πιο τρομακτικές απ’ όλες. Ένα θρίλερ για την ανατροπή που έρχεται μετά την κίνηση ματ. Γιατί, ως γνωστόν, ο Βασιλιάς πεθαίνει πάντα τελευταίος. Κάποιες φορές, όμως, δεν πεθαίνει και καθόλου.
Γιε μου, Πονάει η ψυχή μου τώρα που σου γράφω ξεχασμένος σε ένα καταθλιπτικό δωμάτιο ενός γηροκομείου, αποκομμένος από όλους. Πιο πολύ όμως υποφέρω που δε σε βλέπω. Ξέρω, έχεις τις δουλειές σου και τα τρεχάματά σου, αλλά η μοναξιά πληγώνει πολύ, δεν αντέχεται. Και τι δε θα έδινα για να σε δω! Κι ο χρόνος μου δεν είναι πια πολύς. Μακάρι να είναι όλα καλά στη ζωή σου και να είσαι χαρούμενος και ευτυχισμένος. Σε σκέφτομαι και σ’ αγαπώ πολύ, ο πατέρας σου Ο συνταξιούχος πυροσβέστης Αργύρης Φαρμάκης, τσακισμένος από τη ζωή. Ο γιος του Άρης, με ροπή σε κάθε είδους μπλέξιμο. Τους χωρίζει άβυσσος. Τους ενώνει όμως μια συγκλονιστική εξέλιξη, μέσα από δεκαέξι σπαρακτικά γράμματα. Μια αληθινή ιστορία πατέρα και γιου που βουτάει ως τα τρίσβαθα της ψυχής και φέρνει δάκρυα στα μάτια…
«Το πράσινο φόρεμα, μικρό μου, είναι το ρούχο της ευτυχισμένης μας ψυχής… είναι η τρέλα που έρχεται μόνο μία φορά στη ζωή μας… είναι το επίσημο ένδυμα του ασυγκράτητου, παθιασμένου, ανείπωτου έρωτα, που ωστόσο εντός σου αφουγκράζεσαι πως σηματοδοτεί κάτι πολύ παραπάνω: το ίδιο το πεπρωμένο!… Και το φοράς μόνο μία φορά!» Η γιαγιά Μάγδα οργανώνει το τέλειο σκηνικό, προκειμένου να αποτρέψει τον γάμο της εγγονής της μ’ έναν άντρα που η ίδια δεν εγκρίνει. Ξεδιπλώνει όλη την ιστορία αγάπης που κρύβεται πίσω από το πράσινο φόρεμα, με μοναδικό σκοπό να διώξει τον Λίνο από τη ζωή της Κοραλίας. Η προσπάθειά της αυτή θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου. Παλιές ιστορίες, σκοτεινές και απειλητικές, αναδύονται καθώς το χθες σμίγει εκρηκτικά με το σήμερα. Ο μυστηριώδης Άρης Αλαβάνος και ο γοητευτικός πιλότος Κωνσταντίνος Θαλάσσης έρχονται στο προσκήνιο με δραματικό τρόπο, με μόνο τους κοινό στόχο να σώσουν τη ζωή της Κοραλίας… Για ποιον από τους τρεις θα φορέσει εκείνη το πράσινο φόρεμα;
Άρρωστος στο νοσοκομείο, ο Μιχάλης Δανιήλ αποκάλυψε στην Έλενα, τη νεαρή νοσοκόμα που καθόταν πλάι του, μία τοποθεσία κι ένα θλιβερό μυστικό. «Απλώς δε θα πας μέρα με βροχή…» της είπε. Μετά πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να βγάζει από μέσα του λόγια που τα είχε θαμμένα χρόνια, θαρρείς… Μιλούσε ασταμάτητα, κι όλη την ώρα φανταζόταν τον εαυτό του σκληρό, να κοιτάει τη ζωή μετανιωμένος. Και ήταν κρίμα, καθώς την αλήθεια εκείνης της σημαντικότερης, της τελευταίας μέρας δε θα τη μάθαινε ποτέ. Αν είχε σταθεί τότε να ακούσει τα λόγια της Όλγας, όλη η ζωή του θα είχε αλλιώτικη πορεία. Ύστερα από μέρες, η Έλενα, τρελή από αγωνία, τον έψαξε στον ίδιο θάλαμο, στο ίδιο κρεβάτι να του πει τα νέα. Ήταν, όμως, αργά… Ο Μιχάλης Δανιήλ είχε ξοφλήσει τους λογαριασμούς του με τη ζωή. Μια προδοσία στα σκοτεινά χρόνια της Κατοχής, ένας ανεκπλήρωτος έρωτας, μια μεγάλη αδικία, ένας κατ’ εξακολούθηση βιασμός μιας κωφής γυναίκας και, έπειτα από χρόνια, κάποιοι θάνατοι που συνδέονται με αναπάντητα ερωτήματα θα χτίσουν μια ιστορία συνηθισμένη και περίπλοκη, από αυτές που υφαίνει η μοίρα, αδιαφορώντας για τα όνειρα και τις επιθυμίες των ανθρώπων.
Την ημέρα που η Πάολα κάλεσε στο σπίτι της την ανιψιά της τη Νάγια, για να της ανοίξει την καρδιά της, άνοιξε μαζί και το κουτί της Πανδώρας για ολόκληρη την οικογένειά τους. Όσα της αποκάλυψε, καθώς ξετύλιγε την ιστορία της ζωής της, παρέσυραν σαν άγριο κύμα την ανυποψίαστη κοπέλα κι άλλαξαν τη δική της ζωή για πάντα. Μυστικά καλά κρυμμένα για πολλά χρόνια ήρθαν στο φως, φέρνοντας όμως σκοτάδι στην ψυχή της Νάγιας. Πλέον θα είναι στο χέρι της να αποδείξει ότι το μήλο δεν πέφτει πάντοτε κάτω απ’ τη μηλιά. Πόσο εύκολο είναι όμως κάτι τέτοιο; Πώς θα καταφέρει το νεαρό κορίτσι να γλιτώσει από το παρελθόν και από την κατάρα που κατατρύχει την οικογένειά της; Η αληθινή ιστορία τριών γυναικών, από τρεις διαφορετικές γενιές, έρχεται να μας διδάξει με έναν συγκλονιστικό τρόπο πως πάντα υπάρχει ελπίδα να ξεφύγουμε από το πεπρωμένο μας και να φτιάξουμε τη ζωή μας όπως ακριβώς τη θέλουμε και μας αξίζει.
Δε μπορώ, όχι, δε μπορώ να την υποφέρω πια!… Τι πληγή είν’ αυτή που μου ’στειλες, θε μου; Τι αμαρτίες έχω κάνει για να με τιμωρείς τόσο σκληρά; Ως πότε θα την έχω στην καμπούρα μου; Ως πότε θα ’μαι υποχρεωμένη να την ανέχομαι, να βλέπω τη μούρη της, ν’ ακούω τη φωνή της, ως πότε; Δε θα βρεθεί επιτέλους κανένας στραβός χριστιανός να την πάρει, ν’ απαλλαγώ απ’ αυτό το έκτρωμα της φύσεως, που μ’ άφησε ο πατέρας της για να μ’ εκδικηθεί – που χαΐρι και προκοπή να μη δουν εκείνοι που δε μ’ άφησαν να κάνω την έκτρωση!…
Αχ, βρε μάνα! Έχουν περάσει – πόσα; Τριάντα χρόνια από τότε, κι ακόμα δεν έμαθα το μάθημά μου. Ακόμα δεν έγινα άντρας, ακόμα χαζεύω στο δρόμο κοιτάζοντας τα παιδιά, ακόμα μου κλέβουν οι αλήτες τα ρέστα. Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη τιμωρία σου. Και δική μου τιμωρία – που δεν κατάλαβα, όσο ήταν ακόμα καιρός, τι υπέφερες τότε, και θέλησα να σ’ εκδικηθώ. Μα που να πάρει ο διάβολος, έπρεπε να τα βάζεις μαζί μου για να ξεσπάς; Δε μπορούσες δηλαδή να κάνεις τα στραβά μάτια όταν αργούσα δέκα λεπτά ή όταν ξεχνούσα ν’ αγοράσω τ’ αλάτι; Κι αν θυμάμαι καλά, τα ρέστα που μου ’χαν κλέψει τα παιδιά του απάνω δρόμου ήταν, στο θεό σου βρε μάνα, ή έξι ή εφτά δεκάρες!
ΠΡΟΣΕΞΤΕ ΚΥΡΙΕ – ΣΑΣ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΩ! συγγνώμην –ήθελα να πω– αυτός ο λόφος πέρα και το κίτρινο φεγγάρι από πάνω του – στις στέγες των σπιτιών παραμονεύουνε ώρα την ώρα οι Σειρήνες να περάσει ο Οδυσσέας στο αεροπλάνο του – κι αυτό σωστό, κι αυτό πολύ σωστό το είχα προς στιγμήν ξεχάσει μα σ’ έναν τόπο σαν κι αυτόν! σας καληνύχτισα λοιπόν εγώ πηγαίνω τώρα στο «Βυζάντιο» να σιωπήσω σας το υπόσχομαι: ποτέ, ποτέ πια δε θα τραγουδήσω θα κάτσω σ’ ένα τραπεζάκι και θα ζητήσω από το Μπάμπη ένα νεράκι
Χαμένη. Αυτό νιώθω. Ούτε στον εαυτό μου δεν έχω θάρρος να μιλήσω. Από τη μέρα που μπήκα εδώ μέσα, προσπαθώ να καταλάβω τι είναι αυτή η μυρωδιάπου έχει ποτίσει τον χώρο και δε μοιάζει με καμιά άλλη. Είναι σίγουρα καμένη ελπίδα! Η Δανάη ανάσαινε για είκοσι χρόνια το χνότο της βίας στο πρόσωπό της. Κατηγορήθηκε για έναν φόνο που δεν έκανε, αντιμετώπισε τον εφιάλτη του εγκλεισμού και κλήθηκε να ισορροπήσει στο τεντωμένο σκοινί που χωρίζει τη λογική από την παράνοια. Ό,τι λυγμός γεννηθεί σήμερα θα μείνει ανάμεσα στο μαξιλάρι μου κι εμένα. Δε θα του κάνω εξομολογήσεις αυτή τη φορά· θα του ορκιστώ μονάχα. Εκείνο ξέρει πως οι όρκοι που γεννιούνται την ώρα των λυγμών είναι οι πιο αληθινοί· και σήμερα θα ορκιστώ να ζήσω! Είναι δικαίωμά μου! Πόσος χρόνος μπορεί να χαθεί προτού η αλήθεια γίνει κραυγή; Πώς το ψέμα, με το προσωπείο του έρωτα, καταρρίπτει τις προσδοκίες; Τι δίνει σε έναν άνθρωπο το θάρρος να δραπετεύσει από τη σιωπή; Ένα βιβλίο εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα ενδοοικογενειακής βίας, που έχει στόχο να χαράξει στην ψυχή του αναγνώστη ένα μονοπάτι που οδηγεί από το σκοτάδι και τον φόβο στο φως και στη λύτρωση