Λογοτεχνικά Βιβλία στα Ελληνικά
(222)- Εμφάνιση
- 18
- 36
Γεννήθηκαν και οι τρεις την πρώτη του μηνός. Στα δέκα τους χρόνια συναντήθηκαν τυχαία μια νύχτα σ’ ένα αστυνομικό τμήμα κι έγιναν αχώριστοι από ιδιοτροπία της μοίρας. Ήταν πλέον Οι τρεις Άσοι. Πήραν δρόμους που τους έφεραν αντιμέτωπους και το μόνο τους μέλημα ήταν να διαφυλάξουν εκείνη την αλλόκοτη φιλία. Ένας ιερέας, ένας αστυνομικός κι ένας νονός της νύχτας… Τι πιθανότητες είχαν να συνεχίσουν την παράλληλη πορεία τους; Δοκιμάστηκαν σκληρά σε κάθε τους βήμα, αλλά άντεξαν. Μέχρι που μια Ντάμα ανακάτεψε ύπουλα την τράπουλα και έστησε το παιχνίδι. Η μοίρα αποφάσισε να ρίξει ξανά τα χαρτιά όπως εκείνη ήθελε. Κράτησε στο μανίκι της κρυμμένους τρεις Άσους…
Οι τρεις υποσχέσεις που έδωσε στον πατέρα της η Μυρτάλη ρίζωσαν βαθιά στην καρδιά της. Η μοίρα επέλεξε να έρθει στον κόσμο στις 20 Ιουλίου του 1974 στην Αμμόχωστο, την ημέρα της εισβολής του Αττίλα στην Κύπρο. Οι βομβαρδισμοί και η μυρωδιά του θανάτου υποδέχτηκαν τον ερχομό της. Τα δραματικά γεγονότα που ακολούθησαν αφύπνισαν μέσα της το χάρισμα της συγγραφής και σύντομα έγινε η αγαπημένη συγγραφέας του αναγνωστικού κοινού. Η Μυρτάλη πλέον τα έχει όλα· φήμη, δόξα, πλούτη, έρωτα. Ή τουλάχιστον έτσι πιστεύει, μέχρι που οι παρασκηνιακές κινήσεις κάποιων ανθρώπων που αγάπησε και εμπιστεύτηκε την οδηγούν στον όλεθρο και στην απόγνωση. Θα βρεθεί εγκλωβισμένη σ’ έναν εφιάλτη, που ως τότε πίστευε ότι μόνο η συγγραφική της πένα μπορούσε να συλλάβει. Οι τρεις υποσχέσεις, όμως, όρκος ιερός, είναι εκείνες που θα της δώσουν τη δύναμη να παλέψει. Γιατί το Βαρώσι την περιμένει…
Η ζωή της Μυρσίνης, μέχρι τα δεκαοχτώ της χρόνια, ήταν ένα ανέμελο ταξίδι ξεγνοιασιάς και χαράς μέσα στο ευχάριστο και ήρεμο περιβάλλον του χωριού της. Ήταν το μικρότερο από τα πέντε κορίτσια της οικογένειας, μια όμορφη και έξυπνη κοπέλα, γεμάτη όνειρα και με ένα μέλλον να προμηνύεται λαμπρό. Όμως, ξαφνικά, όλα άλλαξαν. Μέσα σε μια στιγμή, η ζωή της καταστράφηκε, οι αξίες της ισοπεδώθηκαν, οι ισορροπίες της ανατράπηκαν. Ήταν λες και κάποιος την είχε καταραστεί. Κάθε φορά που συνέβαινε κάτι όμορφο και την έκανε να πιστεύει πως ο άνθρωπος γεννιέται για το φως, γύρω της πύκνωνε το σκοτάδι. Με κάποιο περίεργο τρόπο, ένα αόρατο χέρι έπαιρνε μακριά το καλό και έφερνε στη θέση του το κακό, σβήνοντας την ελπίδα. Ώσπου η Μυρσίνη κουράστηκε να διεκδικεί το φως και αφέθηκε στο σκοτάδι. Παραιτήθηκε και υποτάχτηκε στις βουλές της μοίρας, πριν προλάβει να καταλάβει πόσο πολύ είχε αγαπηθεί, πόσο ευλογημένη ήταν. Γιατί αυτές τις «ευλογίες» τις αντιλαμβάνεται κάποιος όταν, ώριμος πια, κάνει απολογισμό ζωής. Μα η Μυρσίνη δεν πρόλαβε. Κι ύστερα… Ύστερα, ήρθε η Μάγδα… Μια συγκλονιστική αληθινή ιστορία που αποδεικνύει περίτρανα το μεγαλείο της αγάπης, μια και, πέρα και πάνω απ’ όλα, αγαπάμε για να ζούμε και ζούμε για να αγαπάμε!
Η Ερατώ ζει μια συγκαταβατική ζωή, μια ζωή που της έδειξε το σκληρό της πρόσωπο από πολύ νωρίς. «Ψυχρή σύζυγο και αδιάφορη μητέρα» θα τη χαρακτήριζαν οι περισσότεροι, όμως η αλήθεια απέχει πολύ. Για τον άντρα της τον Αλέξανδρο νιώθει απέραντη ευγνωμοσύνη, καθώς εκείνος ήταν που την έσωσε από τη βίαιη και καταπιεστική θεία της, με την οποία ζούσε από τότε που έχασε τους γονείς της. Όμως, δεν μπορεί να νιώσει αγάπη – ούτε για εκείνον, ούτε και για την κόρη τους, ούτε καν για τον ίδιο της τον εαυτό. Μέσα της, όμως, σιγοκαίει μια φωτιά, που θα φουντώσει μόλις γνωρίσει τον Παύλο. Αυτός ο άντρας, ο οποίος σύντομα θα παντρευτεί την αδελφή του Αλέξανδρου, θα της ξυπνήσει πρωτόγνωρα συναισθήματα και την άσβεστη επιθυμία να πάρει για πρώτη φορά τη ζωή της στα χέρια της – με κίνδυνο να σκορπίσει αβάσταχτο πόνο γύρω της. Τι θα επιλέξει τελικά η Ερατώ; Θα παραδοθεί στη μαγεία του έρωτα και της αγάπης ή θα συνεχίσει να ζει μια ζωή φοβισμένη και κενή από κάθε συναίσθημα και απόλαυση;
Μερικές φορές αισθάνομαι κι εγώ κουρασμένη ακούγοντας τον ήχο των δακρύων μου. Άλλες, φοβάμαι πως τα καλύτερά μας χρόνια έχουν ήδη περάσει. Μα δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Βιώνω μια ολική έκλειψη καρδιάς. A total eclipse of the heart. Ιούλιος 1983. Μια παρέα, φίλοι από τον Πειραιά από την παιδική τους ηλικία, ταξιδεύει για την Τήνο. Ενώ βρίσκονται εν πλω, ο σύντροφος της Αρετής εξαφανίζεται μυστηριωδώς και οι αρχές θεωρούν πως έπεσε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες στη θάλασσα και πνίγηκε. Ιούλιος 1988. Η Αρετή παντρεύεται αιφνιδιαστικά με έναν συνάδελφό της και προσκαλεί τους φίλους της στο νέο της σπίτι. Το έκτακτο δελτίο ειδήσεων της κρατικής τηλεόρασης ανατρέπει μέσα σε μια στιγμή τα πάντα! Τα θαμμένα ψέματα βγαίνουν ορμητικά στην επιφάνεια. Οι λανθασμένες επιλογές τού χθες στοιχειώνουν το σήμερα. Η φιλία συγκρούεται μετωπικά με τον έρωτα… Μια καταιγιστική περιπέτεια με φόντο την αστραφτερή δεκαετία του ’80. Το θρυλικό πάρτι του Κηλαηδόνη στη Βουλιαγμένη και το λούνα παρκ Ροντέο στο Καλαμάκι. Οι πούλιες και τα ξεβαμμένα τζιν. Οι περμανάντ, οι φράντζες και οι χαίτες-λασπωτήρες. Οι θρυλικές ατάκες, οι μουσικές και οι ταινίες. Όλα μαζί μάς μεταφέρουν σε μια εποχή χωρίς κινητά τηλέφωνα, διαδίκτυο και σόσιαλ μίντια. Τότε που τα απλά πράγματα ήταν «και πολλή φάση, δικέ μου». Τα φιλαράκια «την έβρισκαν» να τα λένε από κοντά. Οι ερωτευμένοι επικοινωνούσαν με τραγούδια «αφιερωμένα εξαιρετικά». Και οι άνθρωποι, «βασικά», κοιτάζονταν στα μάτια…
Αργοστόλι 1953 Ο καταστροφικός σεισμός ανάγκασε τη Μάντη και τον Χρήστο, που αγαπιούνται από παιδιά, να πάρουν δρόμους χωριστούς, αφού εκείνος φεύγει με τον πατέρα του για τη Γερμανία. Έπειτα από μερικά χρόνια ο Χρήστος επιστρέφει και οι δυο νέοι παντρεύονται, πραγματοποιώντας το όνειρο τους. Η Μάντη όμως, που έχει ήδη επιβαρυμένη ψυχική υγεία, πολύ σύντομα κλονίζεται σοβαρά όταν ανακαλύπτει τα μυστικά που εκείνος της κρατούσε. Φοβούμενη τις κακές γλώσσες στο νησί, παίρνει τον Νικόλα, τον εξάχρονο γιο τους, και μετακομίζει στην Αθήνα. Το ζευγάρι μένει μακριά ο ένας από τον άλλον για είκοσι ολόκληρα χρόνια, χωρίς όμως ποτέ να πάρει διαζύγιο. Μέχρι που η Μάντη αρχίζει σταδιακά να χάνεται στα μονοπάτια του μυαλού της και τελικά διαγιγνώσκεται με πρώιμο Αλτσχάιμερ. Τότε τα πάντα θα ανατραπούν. Ο Χρήστος, η Μάντη, αλλά και ο Νικόλας θα πρέπει να ανακαλύψουν τη δύναμη της αγάπης και όσα εκείνη συγχωρεί…
«...και αφού, όπως λες, η γιαγιά σου γνωρίζει τι σας γράφουν τα αστέρια, γιατί δεν προσπαθείτε να το αποφύγετε, να το αλλάξετε;» «Γιατί δεν κάνει να αλλάζεις αυτό που σου γράφουν τ’ αστέρια. Πίσω τους έρχονται χειρότερα αν τα αποτρέψεις. Και τότε τ’ αστέρια κλαίνε.» «Κλαίνε; Γιατί;» «Κλαίνε για μας!» Ο σαραντάρης Ελληνοαμερικανός έμεινε σιωπηλός. Η δεκαεπτάχρονη Ρουμάνα τσιγγάνα τον κοιτούσε σοβαρή... Πενήντα χρόνια μετά, η μοίρα έμελλε να παίξει με τις ζωές δυο νέων ανθρώπων. Του νεαρού, πετυχημένου Στέφανου στην Αμερική και της όμορφης, μυστηριώδους Κασσάνδρας στην Αθήνα. Και οι δυο είχαν κληροδότημα ένα πανομοιότυπο δαχτυλίδι. Η μοιραία συνάντησή τους άλλαξε δραματικά τη ζωή του Στέφανου. Το αλλόκοτο χάρισμα της Κασσάνδρας, μακάβρια κληρονομιά χαμένη στην άβυσσο του χρόνου της οικογένειάς της, ήταν το μέσο της για να τολμήσει ό,τι φοβόταν πάντα η φυλή της: να αλλάξει αυτό που έγραψαν τα αστέρια. Όμως, όταν τα αστέρια κλαίνε... Το βιβλίο αποτελεί επανέκδοση του ομώνυμου βιβλίου της συγγραφέως.
Η Ζανίν, ένα φιλόδοξο φτωχοκόριτσο, έχει έναν στόχο στη ζωή της: να ξεφύγει από τη μιζέρια της λαϊκής γειτονιάς της και να αναρριχηθεί κοινωνικά. Με μοναδικό εισιτήριο την εντυπωσιακή εμφάνισή της, αποφασίζει να λάβει μέρος στα καλλιστεία, όπου και κερδίζει τον τίτλο ομορφιάς της Σταρ Ελλάς. Ως η ωραιότερη εστεμμένη καλλονή, τραβά πάνω της όλα τα φώτα της δημοσιότητας και από την πλήρη αφάνεια βρίσκεται στο επίκεντρο μιας αναπάντεχης δόξας, που τη μεθάει και τη συνεπαίρνει. Ο Άγγελος Ρασμάνης, διάσημος σχεδιαστής μόδας, την παίρνει υπό την προστασία του και με την καθοδήγηση και τις συμβουλές του γίνεται τηλεοπτικό αστέρι πρώτου μεγέθους. Η Ζανίν εξαργυρώνει την επιτυχία της πληρώνοντας κάθε τίμημα, προκειμένου να γίνει μέλος της κοινωνικής ελίτ που για χρόνια θαύμαζε στις κοσμικές στήλες. Οι ηθικές αξίες παύουν να υπάρχουν μπροστά στο χρήμα, στη λάμψη και τη δόξα. Όμως η σκηνή της μόδας και της τηλεόρασης έχει σκοτεινά παρασκήνια, με νόμους στους οποίους εκείνη πρέπει να υπακούσει. Και πρώτα από όλα να κρύψει την ύπαρξη της μάνας της και να ξεχάσει από πού προέρχεται… Όταν η χρυσόσκονη από την αυλαία της δόξας αρχίζει να σκορπίζει και η λάμψη των προβολέων σβήνει, τότε οι σκοτεινές πόρτες των παρασκηνίων ανοίγουν και βρίσκεσαι αντιμέτωπος με την πραγματικότητα.
Η υπαστυνόμος Σοφία Μήτση νομίζει πως είναι τυχερή. Το όνειρό της να πάρει μετάθεση στο Ανθρωποκτονιών επιτέλους πραγματοποιείται και είναι σίγουρη ότι η ζωή της θα αλλάξει προς το καλύτερο. Ο προϊστάμενός της, όμως, καυχιέται ότι βάζει τα θηλυκά στη θέση τους και την προσγειώνει απότομα στην πραγματικότητα. Την ημέρα που η Σοφία αναλαμβάνει υπηρεσία, μια γυναίκα εντοπίζεται νεκρή στο διαμέρισμά της – και αυτό είναι μόνο η αρχή. Αναζητώντας τη διαλεύκανση του μυστηρίου, η Σοφία θα οδηγηθεί σε σκοτεινά στενά της Αθήνας και του Πειραιά. Τα βήματά της θα διασταυρωθούν με εκείνα του Θωμά Δήμου, πρώην δημοσιογράφου και νυν ιδιωτικού ερευνητή. Και οι δύο μάχονται να επουλώσουν πληγές του παρελθόντος, μπλέκουν σε παγίδες του παρόντος και αναμετρώνται με τα όριά τους. Κάποιος δολοφονεί γυναίκες που αστράφτουν στις οθόνες των κινητών και παίζει πόκερ με τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Συναρπαστικοί ήρωες και ανατρεπτική πλοκή σε ένα σύγχρονο μυθιστόρημα για την αξία της φιλίας και τη μάχη των φύλων σε μια Αθήνα που ανοίγεται στη θάλασσα.
ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΜΟΝΟ: ΕΣΥ, Μ’ ΕΚΑΝΕΣ ΠΛΟΥΣΙΟ ΣΕ ΠΟΝΟ ΚΙ ΕΓΩ ΠΟΥ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΚΑ ΣΚΛΗΡΑ, Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑΤΙ ΕΣΚΑΨΕΣ ΒΑΘΙΑ ΜΟΥ ΚΙ ΑΥΤΟΣ Ο ΠΟΝΟΣ Σ’ ΕΦΕΡΕ ΚΟΝΤΑ ΜΟΥ ΚΙ ΕΓΙΝΕ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΧΑΡΑ, ΧΑΡΑ. ΠΑΣΧΑ, 1946
Η Πολυξένη άνοιξε τον φάκελο που κρατούσε στα χέρια της. Ένα εξώφυλλο περιοδικού πρόβαλε μπροστά στα μάτια της και της έκοψε την ανάσα. Ήταν η κοπέλα που την επισκεπτόταν στα όνειρά της. Η ομοιότητά τους ήταν συγκλονιστική! Αυτή είναι η μητέρα σου. Τα καλλιγραφικά γράμματα της γιαγιάς της έκαναν τις συστάσεις. Σε ένα άλλο εξώφυλλο χαμογελούσε παιχνιδιάρικα και πίσω της ήταν ένας άντρας· κάποιος είχε κυκλώσει τη μορφή του. Αυτός είναι ο πατέρας σου, διάβασε και αναρωτήθηκε γιατί δεν υπήρχε ούτε μια φωτογραφία του στο σπίτι όπου έμενε με την Ασημίνα. Ήταν ένας ωραίος άντρας, ένας άντρας που είχε το ερωτευμένο βλέμμα του καρφωμένο στη μάνα της. Τουλάχιστον γεννήθηκα από έρωτα, σκέφτηκε κι ευχήθηκε, αν κάποτε αποκτούσε ένα παιδί, να ήταν από έρωτα. Μια λευκή κόλα χαρτί, που από τα χρόνια είχε ελαφρώς κιτρινίσει στις άκρες, ήταν διπλωμένη στα δύο. Την άνοιξε σχεδόν ευλαβικά για να μην τη σκίσει και διάβασε μία και μόνο λέξη: ΣΥΓΓΝΩΜΗ. Αυτή τη λέξη και μια απάντηση στο «γιατί», που της έτρωγε χρόνια την ψυχή, περίμενε η Πολυξένη από την Ασημίνα. Μα η συγγνώμη απαιτεί γενναιότητα και οι απαντήσεις αλήθεια, κι αυτή η γυναίκα δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτές τις αξίες. Καταχράστηκε καθετί δικό της –την ταυτότητά της, τα γνήσια έγγραφά της, την περιουσία της– κάνοντάς τη να νιώθει πως δεν ανήκει πουθενά· πως είναι… Πολύ-ξένη. Θα έρθει άραγε η λύτρωση; Και αν ναι, για ποια από τις δύο;
Μάρτη του 1902. Σ’ έναν παραποτάμιο οικισμό της Καππαδοκίας, την ώρα που ο καϊκτσής Δημητρός βλέπει τα νερά του ποταμού να βάφονται κόκκινα, γεννιέται η κόρη του, η ασθενική Νιόβη. Οι συντοπίτες της θα τη χαρακτηρίσουν ισκιερή και θα της χαρίσουν ελευθερίες ανάρμοστες για ένα θηλυκό, πιστεύοντας ότι για λίγο μόνο είναι γραφτό να ζήσει ανάμεσά τους. Μα το κορίτσι τούς διαψεύδει. Ο καιρός κυλά, έρχονται οι Βαλκανικοί κι ο Μεγάλος Πόλεμος, και οι αρμονικές σχέσεις Ρωμιών και Τούρκων δοκιμάζονται. Η μεγάλη φτώχεια κατατρύχει τον οικισμό και περισσότερο την οικογένεια της Νιόβης. Ώσπου μια μέρα, κι ενώ η Αυτοκρατορία βογκά σαν τον δράκο κάτω απ’ το δόρυ του Αϊ-Γιώργη από την ελληνική κυριαρχία στη Σμύρνη, ένας επιφανής Τούρκος μαγεύεται απ’ τα μαβιά της μάτια και φλέγεται να την αποκτήσει. Εκείνη έχει δώσει από μικρή την αγάπη της στον ατίθασο Φιλίπ, που ανοίγει την πόρτα σέρτικα, σαν κατακτητής. Μα ο νέος έχει από χρόνια χαθεί κυνηγώντας τα δικά του όνειρα στην Πόλη, την Οδησσό και σε πεδία μαχών, κι αυτή έχει μόνο ένα μενταγιόν να τη δένει μυστικά μαζί του. Κι ύστερα έρχεται η Καταστροφή κι η Ανταλλαγή... Ένα καράβι σαλπάρει χωρίζοντας στα δύο την ψυχή της. Το ένα κομμάτι πίσω, στην παλιά πατρίδα· το άλλο στη νέα, την αρχέγονη, όπου η ζωή καραδοκεί να δοκιμάσει διπλά τις αντοχές της, συνάμα όμως και του Φιλίπ. Η ζωή των τελευταίων Ελλήνων σε μια μικρή γωνιά της Καππαδοκίας και παράλληλα η ιστορία μιας ακατάλυτης μα αδιέξοδης αγάπης στη σκιά της Μικρασιατικής Καταστροφής και της Ανταλλαγής των πληθυσμών.
Στην Κρήτη, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η Ναταλία Παπαδερού εργάζεται στο γραφείο του Γερμανού στρατηγού Μπρόιερ, ο οποίος εκτιμά ιδιαίτερα το ότι η κοπέλα μιλά άπταιστα τη γλώσσα του και συμπαθεί την πατρίδα του, χωρίς να υποψιάζεται ότι τόσο η ίδια όσο κι ο αρραβωνιαστικός της ο Κωνσταντίνος είναι οργανωμένοι στην Αντίσταση. Την ίδια εποχή ο Πάτρικ Λη Φέρμορ και ο Στάνλεϊ Μος, επικεφαλής πολυμελούς ομάδας Κρητών, σχεδιάζουν την απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Μίλερ. Άξαφνα η αντιστασιακή δράση της Ναταλίας και του Κωνσταντίνου αποκαλύπτεται κι οι δυο νέοι καταφεύγουν στα βουνά των Ανωγείων καταδιωκόμενοι από τον Μπρόιερ. Ωστόσο ο Γερμανός θα βρεθεί με σοβαρότερα προβλήματα, επειδή ο Λη Φέρμορ και ο Στάνλεϊ Μος καταφέρνουν τελικά να απαγάγουν τον στρατηγό Κράιπε, αντικαταστάτη του Μίλερ. Όσο ο καιρός περνά, ενισχύεται η βεβαιότητα της Ναταλίας ότι ο κόσμος μεταμορφώνεται γρήγορα κι ότι ολόκληρος ο ουρανός μετατρέπεται σε ένα αστραφτερό μωσαϊκό από άστρα…
Κατά τη δεκαετία του 1960 στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων, αναδείχθηκαν τα μεγαλύτερα εγχώρια κινηματογραφικά αστέρια. Ένα από αυτά υπήρξα κι εγώ, ο Βίκτορας Νοταράς. Ελάχιστοι έμαθαν πως τα πρώτα μου εφηβικά βήματα τα έκανα στα διαβόητα στενοσόκακα της πιο αμαρτωλής γειτονιάς, της Τρούμπας, με τα μπορντέλα και τις γυναίκες που πουλούσαν φθηνό έρωτα, πρώτα ως αγαπητικός και μετά ως βαποράκι. Το μέλλον μου ήταν αβέβαιο, όμως δε μου καιγόταν καρφί. Και γιατί να μου καεί; Ήμουν νέος, γοητευτικός, δεν περνούσα απαρατήρητος. Ένα καπρίτσιο της μοίρας με έχρισε μέσα σε μια νύχτα πρωταγωνιστή ταινιών, έγινα αυτό που έλεγαν κινηματογραφικό αστέρι, σταρ∙ δεν ξέρω πώς στον διάολο εκτοξεύτηκα τόσο ψηλά, άλλοι το αποφάσισαν, όχι εγώ. Σύντομα έφυγα στο εξωτερικό, έκανα καριέρα κι εκεί. Τα είχα όλα. Νιάτα, δόξα, λεφτά. Οι γυναίκες παραληρούσαν για ένα μου αυτόγραφο, πολύ περισσότερο για μια βραδιά μαζί μου. Δεν εκτίμησα τίποτα… Τίποτα. Ανίκανος να διαχειριστώ την τεράστια φήμη μου, έκανα τα πάντα για να αμαυρώσω το όνομά μου, να ποδοπατήσω το γνήσιο ταλέντο μου, να καταστρέψω την εικόνα μου, να ραγίσω το είδωλό μου. Μέχρι που συνειδητοποίησα πως δεν ήμουν ο θύτης που πίστευα, που πίστευαν όλοι, ήμουν το θύμα. Ήταν όμως αργά. Βλέπετε, όταν ραγίσουν τα είδωλα, τα «σκοτώνουν». Μπορεί ένα λάθος της νιότης να φέρει την ανατροπή; Να γίνει η αιτία να αναθεωρήσουμε ολόκληρη τη ζωή μας; Να ξαναγεννηθούμε; Ίσως…
Κωνσταντινούπολη, 1941. Εκείνος; Ρωμιός στην Πόλη. Εκείνη; Μια μικρή Τουρκάλα που μεγαλώνει δίπλα του. Συναντιούνται. Κοιτάζονται. Mιλούν. Ένα χάδι, ένα φιλί μπροστά στο Βόσπορο. Κάπως έτσι ξεκινούν όλα. Η Ιστορία όμως κρατάει τα δικά της τεφτέρια και δε λογαριάζει. Αυτοί και οι άλλοι σε μια Πόλη χωρισμένων Θεών κι ανθρώπων. Μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Αποστολές τροφίμων στη λιμοκτονούσα κατοχική Ελλάδα από την τουρκική κυβέρνηση, αλλά και εκτοπίσεις, τρομοκρατία, αφανισμός. Ο Παναγιώτης; Προσπαθεί να συμβιβάσει το θάνατο με την αγάπη. Φίλοι και συγγενείς είχαν πεθάνει εξαιτίας των Τούρκων, μιλιούνια οι Ρωμιοί που τους ρήμαξαν τις ζωές εκείνο το μαύρο Σεπτέμβρη. Ένας λαός που υπέφερε τα πάνδεινα σε εκατοντάδες χρόνια σκλαβιάς. Η Φεράχ; Φοβάται. Ακόμα δεν ξεχνούν οι Τούρκοι το βίαιο ξεριζωμό τους από τη Μακεδονία, τις πυρπολήσεις των τούρκικων χωριών και τα έκτροπα στη Μικρά Ασία, όταν την είχε καταλάβει ο Ελληνικός Στρατός. Και ο χρόνος κυλάει αντίστροφα. Έρχεται το Φθινόπωρο του ''55. Η καταστροφή. Ο διωγμός. Μια βαλίτσα μοναχά. Πώς να χωρέσει όλη η αγάπη, πώς να χωρέσει όλη η ζωή μέσα σε μια βαλίτσα;… Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τους ανθρώπους που ενώνει η αγάπη και χωρίζει η Ιστορία!
Ο Γιάννης Καλπούζος, κορυφαίος λογοτέχνης της γενιάς του, αποτυπώνει αριστοτεχνικά την ψυχή του Ποντιακού Ελληνισμού. Ενόψει του εκτοπισμού των Αρμενίων απ' την Τραπεζούντα τον Ιούνιο του 1915, ένα κορίτσι που μοιάζει να το ζωγράφισε ο ίδιος ο Θεός καταφεύγει στο σπίτι ενός αγνώστου. Στην Ορντού ένα άλλο κορίτσι εύπορης ελληνικής οικογένειας ετοιμάζεται για τον γάμο της και πασχίζει να οραματιστεί το μέλλον μ' έναν άντρα τον οποίο ελάχιστα γνωρίζει. Ο χαρισματικός, θρήσκος και θεματοφύλακας των ηθών της εποχής Γαληνός Φιλονίδης διχάζεται ανάμεσα σε δυο γυναίκες· δοκιμάζεται εμπρός στις ιδέες του· έρχεται αντιμέτωπος με την αγριότητα και το μίσος· συντρίβεται και θέτει ως στόχο ζωής να εκδικηθεί εκείνον που του προκάλεσε τον μέγα πόνο. Στο παρασκήνιο της μυθοπλασίας ιχνογραφείται ο Πόντος μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών· η ομογενοποίηση των φυλών με συνδετικό κρίκο μα και άλλοθι τη θρησκεία· ο φόβος, η μισαλλοδοξία και ο εθνικισμός που ενσπείρουν οι Νεότουρκοι και στη συνέχεια οι Κεμαλιστές· η καθημερινή ζωή στα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης· οι διώξεις των Ελλήνων επί Στάλιν· τα στρατόπεδα εργασίας στη Σιβηρία και οι στέπες του Καζακστάν με αφόρητους καύσωνες το καλοκαίρι και σφοδρό ψύχος τον χειμώνα· οι πόθοι, τα πάθη και τα δεινά των Ποντίων. Κι όλα, μέσα από το πολυσχιδές ταξίδι που γράφει η ζωή και το ταξίδι που γράφεται για τη ζωή, να φαντάζουν φλόγες και κινήσεις του ποντιακού χορού σέρρα, του χορού της φωτιάς.
...ΗΤΑΝ ΗΣΥΧΟΙ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, ΗΣΥΧΟΙ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΗΣΥΧΟΙ, ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΗΣΥΧΟΙ, ΕΔΩ ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ, ΕΔΩ ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ, ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΕΤΡΕΧΕ, ΝΑΙ, Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜΟΝ 1 ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΣΒΗΣΕΙ ΣΤΙΣ ΚΑΡΔΙΕΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ Η ΑΝΗΣΥΧΙΑ, ΝΑ ΣΒΗΣΕΙ Η ΑΓΙΑ ΑΝΗΣΥΧΙΑ, ΟΧΙ ΝΑ ΣΒΗΣΕΙ, ΟΧΙ ΝΑ ΣΒΗΣΕΙ, ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ, ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ, Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ, Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ, Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ, ΟΡΜΗΣΑ ΚΑΙ ΤΡΑΒΗΞΑ ΤΟ ΣΗΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ.
Μια όμορφη καλοκαιρινή μέρα του 1939, η Κασσιανή κρυφοκοιτάζει πίσω απ’ την κουρτίνα της κάμαράς της το άγνωστο παλικάρι που σιγοπίνει τον καφέ του στην αυλή των γειτόνων τους, δίχως να υποψιάζεται ότι είναι ο άντρας που θα σφραγίσει τη ζωή της. Η δεκαπεντάχρονη κοπέλα ασφυκτιά στην επαρχία, στη σκιά του αυστηρού ιεροκήρυκα πατέρα της. Ο δεκαοχτάχρονος Λυκούργος, απ’ την άλλη, οραματίζεται το μέλλον του στο πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας. Τους δυο νέους θα ενώσει ένα εφηβικό φιλί και μια βάρβαρη τιμωρία. Θα τους χωρίσουν οι δικές του επιλογές κι η Ιστορία. Στα χρόνια που τους περιμένουν η Κασσιανή θα υποχρεωθεί να επωμιστεί βάρη που δεν της έπρεπαν. Αντιμέτωπη μ’ ένα κράτος εχθρικό και μια κοινωνία ματωμένη, θα αισθανθεί συχνά ότι σταυρώνεται για λάθη εκείνου κι ότι το στεφάνι που κάποτε της φόρεσε είναι φτιαγμένο απ’ τον αγκαθωτό ασπάλαθο, που χρησιμοποιούν στον τόπο της για φράχτη ή για προσάναμμα. Στο κλειστοφοβικό σύμπαν του νέου κόσμου της θ’ αναγκαστεί ν’ απαρνηθεί ακόμη κι αυτή τη γυναικεία της υπόσταση, μέχρι τη μέρα που θα διαπιστώσει πως κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο. Μια επαρχιακή πόλη απ’ τη μεταξική Ελλάδα μέχρι τη μετεμφυλιακή της δεκαετίας του ’50. Ένα ζευγάρι παρασυρμένο απ’ τις μπόρες των καιρών. Ένα στεφάνι φτιαγμένο από ασπάλαθο.