Λογοτεχνικά Βιβλία στα Ελληνικά
(222)- Εμφάνιση
- 18
- 36
1816-1829. Πάτρα, Τριπολιτσά, Ναύπλιο, Μεσολόγγι… Αφότου ο Αγγελής βρέθηκε φυλακισμένος στο κοτέτσι του Σαχίν Αγά, το μίσος φώλιασε στην ψυχή του σαν φαρμακερό φίδι. Κατά την εκρηκτική και συγχρόνως σαγηνευτική πορεία του μπαίνει στη δούλεψη ενός στρυφνού και τσιγκούνη πραματευτή, που σου πουλά κωλοφωτιά για καντήλι. Τον ζώνει το μολυβένιο σύγνεφο της σκλαβιάς και του εξευτελισμού των ραγιάδων. Σμίγει με την Κερασία, όπου στο πρόσωπό της βουτάνε και κολυμπούν τα όνειρα. Απαντιέται με κοτζαμπάσηδες, κολίγους και συμπολεμιστές, που είναι πιότερο από αδέρφια και γυναίκα την ώρα της μάχης, ενώ ένα τρομαγμένο Τουρκόπουλο γαντζώνεται πάνω του. Στον δρόμο του και δύο γέροντες, οι οποίοι ξεψαχνίζουν το κίνητρο για καθετί μα και τη γλυκιά και φαρμακερή ουσία του «εγώ», η πλανεύτρα Ασπασία, διαβολικοί ξένοι, ντόπιοι τυχοδιώκτες, ο επί τριάντα έξι χρόνια αμίλητος Συμεών, ένας καβαλάρης που σώζει αιχμάλωτες Τουρκοπούλες και ο τρανότερος οχτρός του λεύτερου ανθρώπου, ο φόβος. Ο Αγγελής βιώνει το μεγαλείο και τη σκοτεινή πλευρά του ματοβαμμένου Εικοσιένα, γκρεμίζοντας μυθεύματα και φανερώνοντας καταχωνιασμένες αλήθειες. Σφιχταγκαλιάζεται με τη φωτιά του ξεσηκωμού, μεταβολίζει την αγριότητα σε ελπίδα, λύτρωση και γλυκασμό, και βροντοφωνάζει: «Θέλω να μην είμαι ραγιάς σε κανέναν. Ραγιάς σε τίποτα!»
Κατά τη δεκαετία του 1960 στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων, αναδείχθηκαν τα μεγαλύτερα εγχώρια κινηματογραφικά αστέρια. Ένα από αυτά υπήρξα κι εγώ, ο Βίκτορας Νοταράς. Ελάχιστοι έμαθαν πως τα πρώτα μου εφηβικά βήματα τα έκανα στα διαβόητα στενοσόκακα της πιο αμαρτωλής γειτονιάς, της Τρούμπας, με τα μπορντέλα και τις γυναίκες που πουλούσαν φθηνό έρωτα, πρώτα ως αγαπητικός και μετά ως βαποράκι. Το μέλλον μου ήταν αβέβαιο, όμως δε μου καιγόταν καρφί. Και γιατί να μου καεί; Ήμουν νέος, γοητευτικός, δεν περνούσα απαρατήρητος. Ένα καπρίτσιο της μοίρας με έχρισε μέσα σε μια νύχτα πρωταγωνιστή ταινιών, έγινα αυτό που έλεγαν κινηματογραφικό αστέρι, σταρ∙ δεν ξέρω πώς στον διάολο εκτοξεύτηκα τόσο ψηλά, άλλοι το αποφάσισαν, όχι εγώ. Σύντομα έφυγα στο εξωτερικό, έκανα καριέρα κι εκεί. Τα είχα όλα. Νιάτα, δόξα, λεφτά. Οι γυναίκες παραληρούσαν για ένα μου αυτόγραφο, πολύ περισσότερο για μια βραδιά μαζί μου. Δεν εκτίμησα τίποτα… Τίποτα. Ανίκανος να διαχειριστώ την τεράστια φήμη μου, έκανα τα πάντα για να αμαυρώσω το όνομά μου, να ποδοπατήσω το γνήσιο ταλέντο μου, να καταστρέψω την εικόνα μου, να ραγίσω το είδωλό μου. Μέχρι που συνειδητοποίησα πως δεν ήμουν ο θύτης που πίστευα, που πίστευαν όλοι, ήμουν το θύμα. Ήταν όμως αργά. Βλέπετε, όταν ραγίσουν τα είδωλα, τα «σκοτώνουν». Μπορεί ένα λάθος της νιότης να φέρει την ανατροπή; Να γίνει η αιτία να αναθεωρήσουμε ολόκληρη τη ζωή μας; Να ξαναγεννηθούμε; Ίσως…
Κωνσταντινούπολη, 1941. Εκείνος; Ρωμιός στην Πόλη. Εκείνη; Μια μικρή Τουρκάλα που μεγαλώνει δίπλα του. Συναντιούνται. Κοιτάζονται. Mιλούν. Ένα χάδι, ένα φιλί μπροστά στο Βόσπορο. Κάπως έτσι ξεκινούν όλα. Η Ιστορία όμως κρατάει τα δικά της τεφτέρια και δε λογαριάζει. Αυτοί και οι άλλοι σε μια Πόλη χωρισμένων Θεών κι ανθρώπων. Μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Αποστολές τροφίμων στη λιμοκτονούσα κατοχική Ελλάδα από την τουρκική κυβέρνηση, αλλά και εκτοπίσεις, τρομοκρατία, αφανισμός. Ο Παναγιώτης; Προσπαθεί να συμβιβάσει το θάνατο με την αγάπη. Φίλοι και συγγενείς είχαν πεθάνει εξαιτίας των Τούρκων, μιλιούνια οι Ρωμιοί που τους ρήμαξαν τις ζωές εκείνο το μαύρο Σεπτέμβρη. Ένας λαός που υπέφερε τα πάνδεινα σε εκατοντάδες χρόνια σκλαβιάς. Η Φεράχ; Φοβάται. Ακόμα δεν ξεχνούν οι Τούρκοι το βίαιο ξεριζωμό τους από τη Μακεδονία, τις πυρπολήσεις των τούρκικων χωριών και τα έκτροπα στη Μικρά Ασία, όταν την είχε καταλάβει ο Ελληνικός Στρατός. Και ο χρόνος κυλάει αντίστροφα. Έρχεται το Φθινόπωρο του ''55. Η καταστροφή. Ο διωγμός. Μια βαλίτσα μοναχά. Πώς να χωρέσει όλη η αγάπη, πώς να χωρέσει όλη η ζωή μέσα σε μια βαλίτσα;… Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τους ανθρώπους που ενώνει η αγάπη και χωρίζει η Ιστορία!
Ο Γιάννης Καλπούζος, κορυφαίος λογοτέχνης της γενιάς του, αποτυπώνει αριστοτεχνικά την ψυχή του Ποντιακού Ελληνισμού. Ενόψει του εκτοπισμού των Αρμενίων απ' την Τραπεζούντα τον Ιούνιο του 1915, ένα κορίτσι που μοιάζει να το ζωγράφισε ο ίδιος ο Θεός καταφεύγει στο σπίτι ενός αγνώστου. Στην Ορντού ένα άλλο κορίτσι εύπορης ελληνικής οικογένειας ετοιμάζεται για τον γάμο της και πασχίζει να οραματιστεί το μέλλον μ' έναν άντρα τον οποίο ελάχιστα γνωρίζει. Ο χαρισματικός, θρήσκος και θεματοφύλακας των ηθών της εποχής Γαληνός Φιλονίδης διχάζεται ανάμεσα σε δυο γυναίκες· δοκιμάζεται εμπρός στις ιδέες του· έρχεται αντιμέτωπος με την αγριότητα και το μίσος· συντρίβεται και θέτει ως στόχο ζωής να εκδικηθεί εκείνον που του προκάλεσε τον μέγα πόνο. Στο παρασκήνιο της μυθοπλασίας ιχνογραφείται ο Πόντος μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών· η ομογενοποίηση των φυλών με συνδετικό κρίκο μα και άλλοθι τη θρησκεία· ο φόβος, η μισαλλοδοξία και ο εθνικισμός που ενσπείρουν οι Νεότουρκοι και στη συνέχεια οι Κεμαλιστές· η καθημερινή ζωή στα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης· οι διώξεις των Ελλήνων επί Στάλιν· τα στρατόπεδα εργασίας στη Σιβηρία και οι στέπες του Καζακστάν με αφόρητους καύσωνες το καλοκαίρι και σφοδρό ψύχος τον χειμώνα· οι πόθοι, τα πάθη και τα δεινά των Ποντίων. Κι όλα, μέσα από το πολυσχιδές ταξίδι που γράφει η ζωή και το ταξίδι που γράφεται για τη ζωή, να φαντάζουν φλόγες και κινήσεις του ποντιακού χορού σέρρα, του χορού της φωτιάς.
Ενόψει του εκτοπισμού των Αρμενίων απ' την Τραπεζούντα τον Ιούνιο του 1915, ένα κορίτσι που μοιάζει να το ζωγράφισε ο ίδιος ο Θεός καταφεύγει στο σπίτι ενός αγνώστου. Στην Ορντού ένα άλλο κορίτσι εύπορης ελληνικής οικογένειας ετοιμάζεται για τον γάμο της και πασχίζει να οραματιστεί το μέλλον μ' έναν άντρα τον οποίο ελάχιστα γνωρίζει. Ο χαρισματικός, θρήσκος και θεματοφύλακας των ηθών της εποχής Γαληνός Φιλονίδης διχάζεται ανάμεσα σε δυο γυναίκες· δοκιμάζεται εμπρός στις ιδέες του· έρχεται αντιμέτωπος με την αγριότητα και το μίσος· συντρίβεται και θέτει ως στόχο ζωής να εκδικηθεί εκείνον που του προκάλεσε τον μέγα πόνο. Στο παρασκήνιο της μυθοπλασίας ιχνογραφείται ο Πόντος μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών· η ομογενοποίηση των φυλών με συνδετικό κρίκο μα και άλλοθι τη θρησκεία· ο φόβος, η μισαλλοδοξία και ο εθνικισμός που ενσπείρουν οι Νεότουρκοι και στη συνέχεια οι Κεμαλιστές· η καθημερινή ζωή στα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης· οι διώξεις των Ελλήνων επί Στάλιν· τα στρατόπεδα εργασίας στη Σιβηρία και οι στέπες του Καζακστάν με αφόρητους καύσωνες το καλοκαίρι και σφοδρό ψύχος τον χειμώνα· οι πόθοι, τα πάθη και τα δεινά των Ποντίων. Κι όλα, μέσα από το πολυσχιδές ταξίδι που γράφει η ζωή και το ταξίδι που γράφεται για τη ζωή, να φαντάζουν φλόγες και κινήσεις του ποντιακού χορού σέρρα, του χορού της φωτιάς.
Μια όμορφη καλοκαιρινή μέρα του 1939, η Κασσιανή κρυφοκοιτάζει πίσω απ’ την κουρτίνα της κάμαράς της το άγνωστο παλικάρι που σιγοπίνει τον καφέ του στην αυλή των γειτόνων τους, δίχως να υποψιάζεται ότι είναι ο άντρας που θα σφραγίσει τη ζωή της. Η δεκαπεντάχρονη κοπέλα ασφυκτιά στην επαρχία, στη σκιά του αυστηρού ιεροκήρυκα πατέρα της. Ο δεκαοχτάχρονος Λυκούργος, απ’ την άλλη, οραματίζεται το μέλλον του στο πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας. Τους δυο νέους θα ενώσει ένα εφηβικό φιλί και μια βάρβαρη τιμωρία. Θα τους χωρίσουν οι δικές του επιλογές κι η Ιστορία. Στα χρόνια που τους περιμένουν η Κασσιανή θα υποχρεωθεί να επωμιστεί βάρη που δεν της έπρεπαν. Αντιμέτωπη μ’ ένα κράτος εχθρικό και μια κοινωνία ματωμένη, θα αισθανθεί συχνά ότι σταυρώνεται για λάθη εκείνου κι ότι το στεφάνι που κάποτε της φόρεσε είναι φτιαγμένο απ’ τον αγκαθωτό ασπάλαθο, που χρησιμοποιούν στον τόπο της για φράχτη ή για προσάναμμα. Στο κλειστοφοβικό σύμπαν του νέου κόσμου της θ’ αναγκαστεί ν’ απαρνηθεί ακόμη κι αυτή τη γυναικεία της υπόσταση, μέχρι τη μέρα που θα διαπιστώσει πως κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο. Μια επαρχιακή πόλη απ’ τη μεταξική Ελλάδα μέχρι τη μετεμφυλιακή της δεκαετίας του ’50. Ένα ζευγάρι παρασυρμένο απ’ τις μπόρες των καιρών. Ένα στεφάνι φτιαγμένο από ασπάλαθο.
Ένα μυθιστόρημα γεμάτο ανατροπές που ταξιδεύει με το Οριάν Εξπρές της καρδιάς μας στην αγκαλιά του ήλιου. Γιατί τη ζωή μας τη ζούμε στις πιο μικρές ευτυχισμένες μας στιγμές. Και γιατί αξίζει να γίνουμε ήλιοι για να φωτίσουμε τους σβησμένους ήλιους των άλλων…
Μια αρχοντική οικογένεια της Σμύρνης, με ρίζες απ’ την Κρήτη, βιώνει το 1922 την καταστροφή της πόλης όπου ζει. Μέσα από τον ορυμαγδό η οικογένεια θα βγει αποδεκατισμένη και όσοι καταφέρουν να επιβιώσουν θα καταλήξουν ύστερα από ένα επώδυνο ταξίδι στην Κρήτη και στον Πειραιά. Μαζί με άλλους εκπατρισθέντες θα παλέψουν με χίλιες αντιξοότητες και θα δημιουργήσουν μια νέα ζωή, χωρίς ποτέ να βγάλουν από την καρδιά και τη μνήμη τους την κορωνίδα των μικρασιατικών πόλεων και χωρίς να επουλωθούν οι πληγές του ξεριζωμού. Ο συγγραφέας περιγράφει με μελανά γράμματα τις τραγικές στιγμές ενός ολέθριου πολέμου, στιγματίζει, βασιζόμενος σε ιστορικά στοιχεία, τους πρωτεργάτες του ολοκαυτώματος, επιρρίπτοντας ευθύνες σε όλους όσοι ήταν υπαίτιοι για τα τραγικά γεγονότα, και δικαιώνει τα θύματα της καταστροφής, η οποία σημάδεψε ανεξίτηλα την Ιστορία.
Το απρόβλεπτο της ζωής στη ζωή μιας γυναίκας μέχρι χθες ευτυχισμένης. Η Ηρώ, μέσα σε λίγες στιγμές, έντρομη ανακαλύπτει το παράλληλο σύμπαν που λειτουργούσε δίπλα στον καλό γάμο της. Θα χωρίσει, θα απομονωθεί, θα αρρωστήσει, θα διαλυθεί. Μόνο που το απρόβλεπτο της χρωστάει ακόμη μια κοσμογονία. Σε σύντομο ταξίδι φυγής στην ανοιξιάτικη Βαρκελώνη, θα συναντηθεί τυχαία με τον Ανδαλουσιανό Χοακίν και θα βαδίσουν μαζί, αληθινά μαζί, στις μοναξιές τους. Γιατί ένας άλλος άνθρωπος στον δρόμο σου ίσως να έρχεται για να ανατρέψει τη ρημαγμένη πίστη σου στην αγάπη. Κάποιος ξένος και ανύπαρκτος μέχρι χθες ίσως μεταμορφώσει όσα νόμιζες, και ευτυχώς!
«Άραγε θα ξεχάσουμε ποτέ; Θα γιατρευτούμε απ’ τις πληγές;» «Παρακαλώ να μην ξεχάσω. Τούτος ο αγώνας από τον νου και την καρδιά μου να μη σβηστεί. Τόσες θυσίες, τόσες αδικοχαμένες ψυχές, ούτε μια να μη λησμονηθεί…» Πήρε το βλέμμα της από πάνω του και κοίταξε με μάτια βουρκωμένα τη Θεσσαλονίκη που έσβηνε αργά στην πρωινή ομίχλη. «Έχεις δίκιο…» ψιθύρισε στο τέλος. «Ο μόνος τάφος των νεκρών είναι οι καρδιές των ζωντανών…» Ο Μήλιος, η Ανθή, η μικρούλα Βάσιλκα, λιανοκέρια της σκλάβας Μακεδονίας. Μια χούφτα χρόνια μόνο η ζωή τους, στεριωμένα σε φωτιά και πόλεμο. Η Αρετή και η Φωτεινή, γυναίκες της μικρής πατρίδας, ταγμένες σε αγώνα αντρειωμένο για το γένος και τη λευτεριά. Θέριεψαν οι ψυχές τους κι έκλαψαν συνάμα. Για το παιδί που έχασε τόσο άδικα η μία. Για τον άντρα που αγάπησε παράφορα και σκότωσε με τα ίδια της τα χέρια η άλλη. Σιμά τους ο Παύλος Μελάς, ο Τέλλος Άγρας, ο καπετάν Κώττας, ο καπετάν Γαρέφης. Κείνοι που θυσιάστηκαν κι αναπαύτηκαν αιώνια στα σπλάχνα της μακεδονικής γης, αντάμα με χιλιάδες άλλους άνδρες και γυναίκες του λαού μας. Συναξάρια της μικρής πατρίδας. Μαρτύρων και ηρώων αίμα. Αυτή είναι η ιστορία τους.
Προσφυγικά Σαλονίκης· την ορφάνια του μικρού Θεμιστοκλή απαλύνουν ξένα, ευλογημένα χέρια, όμως αγκάθι απομένει μέσα του η άγνωστη καταγωγή του. Εμφύλιος, Σκρα· τα μελλούμενα απ’ τα χείλη μιας γυναίκας τον οδηγούν στην Τήνο, στον μεγάλο έρωτα και στον μεγάλο πόνο. Ο Θεμιστοκλής, με τον νεογέννητο γιο του, Άλκη, ψάχνει τρόπο και τόπο να στεγάσει τη δυστυχία τους. Θα τους υποδεχτεί η ταραγμένη Αθήνα του ’50 κι αργότερα μια παράξενη επαρχιακή κωμόπολη, η Επίκληρος. Από το σπίτι της φιλόξενης Μικρασιάτισσας Λένας θα βρεθούν σ’ εκείνο της μελαγχολικής Ελένης, και από την άδολη προσφορά θα οδηγηθούν στον τόπο όπου ένας ιδιότυπος ρατσισμός θα τους πληγώσει, δημιουργώντας δυνατές φιλίες και αβυσσαλέα μίση. Καθώς τα χρόνια κυλούν, ο Θεμιστοκλής και ο συγκλονιστικός Άλκης, η Ελένη, η Ερατώ και η Θάλεια θα βρεθούν μπλεγμένοι στο γαϊτανάκι του πόνου, του έρωτα και του μίσους, και θα βιώσουν τα όρια της προσφοράς και της θυσίας. Άνθρωποι χτυπημένοι από τη μοίρα και τη ζωή αφήνουν τ’ αχνάρια τους σε μια Ελλάδα που πληγώνεται και πληγώνει, αναζητώντας ταυτότητα και ευτυχία.
Ολόκληρο το έργο του πολυβραβευμένου λογοτέχνη σε δύο πολυτελείς τόμους-κόσμημα για κάθε βιβλιοθήκη. Ο πρώτος τόμος περιλαμβάνει τα εξής: ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ, ΣΗΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ, ΑΡΝΟΥΜΑΙ, ΤΟ ΛΑΘΟΣ.
Ολόκληρο το έργο του πολυβραβευμένου λογοτέχνη σε δύο πολυτελείς τόμους-κόσμημα για κάθε βιβλιοθήκη. Ο δεύτερος τόμος περιλαμβάνει τα εξής: ΤΟ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟ, Η ΚΟΝΤΡΑ, 1919-, ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ.
Λένε πως κάθε φορά που ο Θεός βλέπει εμάς τις πουτάνες, δακρύζει. Δακρύζει από ντροπή, μια και σ’ εμάς δεν περισσεύει. Mα αν ο Θεός δακρύζει, ο Θάνατος μας χρωστάει! Δεκαετία του 1950. Πάνω στις πληγές μιας Ελλάδας που ακόμη αιμορραγεί από τον πόλεμο, σε μια γειτονιά του Πειραιά, την περίφημη Τρούμπα, ανάμεσα σε καπνούς στριφτών τσιγάρων και φθηνών ποτών, ο έρωτας εναποθέτει στα κορμιά γυναικών τα ξεφτισμένα όνειρά του και την ελπίδα πως η ζωή είναι μαγική κι ωραία. Μέρα και νύχτα οι πόρνες σουλατσάρουν στα στενοσόκακα, πουλώντας τα κορμιά τους για ελάχιστα χρήματα. Λίγα βήματα πιο πέρα οι τάχα προστάτες τους καραδοκούν σαν γύπες να αρπάξουν τη λεία τους, πουλώντας τους υποσχέσεις για ένα καλύτερο αύριο, φτιαγμένο με χρυσόσκονη και αγγέλους. Η κάθε μια από αυτές τις γυναίκες έχει να σου πει και μια διαφορετική ιστορία, που μπορεί να ξεκίνησε από τα καλύτερα σπίτια ή ακόμη κι από έναν γάμο, έναν αρραβώνα, έναν μεγάλο έρωτα. Μια από αυτές τις γυναίκες υπήρξα κι εγώ, γνωστή με το όνομα μαντάμ Τζένη, που από απλή πόρνη έφτασα να έχω το πιο διάσημο μπορντέλο της Τρούμπας. Όχι, η ζωή δε μου στάθηκε στα δύσκολα. Εύκολα δεν υπήρχαν. Μια νύχτα δική μου ολόκληρη η ζωή σου… Αυτή τη νύχτα θα σου διηγηθώ. Πλέον στα ογδόντα μου, εδώ και πολλά χρόνια, είμαι η Ευγενία Φράνκου, μια αξιοσέβαστη γυναίκα που χαίρει μεγάλης εκτίμησης από την οικογένεια και το περιβάλλον της. Κανείς δεν έμαθε ποτέ ποια πραγματικά ήμουν. Γιατί το κάνω τώρα αυτό; Γιατί σε μένα ο θάνατος χρωστάει ακόμη…
Γιε μου, Πονάει η ψυχή μου τώρα που σου γράφω ξεχασμένος σε ένα καταθλιπτικό δωμάτιο ενός γηροκομείου, αποκομμένος από όλους. Πιο πολύ όμως υποφέρω που δε σε βλέπω. Ξέρω, έχεις τις δουλειές σου και τα τρεχάματά σου, αλλά η μοναξιά πληγώνει πολύ, δεν αντέχεται. Και τι δε θα έδινα για να σε δω! Κι ο χρόνος μου δεν είναι πια πολύς. Μακάρι να είναι όλα καλά στη ζωή σου και να είσαι χαρούμενος και ευτυχισμένος. Σε σκέφτομαι και σ’ αγαπώ πολύ, ο πατέρας σου Ο συνταξιούχος πυροσβέστης Αργύρης Φαρμάκης, τσακισμένος από τη ζωή. Ο γιος του Άρης, με ροπή σε κάθε είδους μπλέξιμο. Τους χωρίζει άβυσσος. Τους ενώνει όμως μια συγκλονιστική εξέλιξη, μέσα από δεκαέξι σπαρακτικά γράμματα. Μια αληθινή ιστορία πατέρα και γιου που βουτάει ως τα τρίσβαθα της ψυχής και φέρνει δάκρυα στα μάτια…
Αχ, βρε μάνα! Έχουν περάσει – πόσα; Τριάντα χρόνια από τότε, κι ακόμα δεν έμαθα το μάθημά μου. Ακόμα δεν έγινα άντρας, ακόμα χαζεύω στο δρόμο κοιτάζοντας τα παιδιά, ακόμα μου κλέβουν οι αλήτες τα ρέστα. Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη τιμωρία σου. Και δική μου τιμωρία – που δεν κατάλαβα, όσο ήταν ακόμα καιρός, τι υπέφερες τότε, και θέλησα να σ’ εκδικηθώ. Μα που να πάρει ο διάβολος, έπρεπε να τα βάζεις μαζί μου για να ξεσπάς; Δε μπορούσες δηλαδή να κάνεις τα στραβά μάτια όταν αργούσα δέκα λεπτά ή όταν ξεχνούσα ν’ αγοράσω τ’ αλάτι; Κι αν θυμάμαι καλά, τα ρέστα που μου ’χαν κλέψει τα παιδιά του απάνω δρόμου ήταν, στο θεό σου βρε μάνα, ή έξι ή εφτά δεκάρες!
Θέλεις να πάρεις τα βουνά και να γλιτώσεις από όλους και από όλα; Θέλεις να ζήσεις έναν μεγάλο, παράνομο και γεμάτο πάθος έρωτα; Θέλεις να αναλύσεις τα ψυχολογικά σου και τα σύνδρομά σου, να μάθεις ποια είσαι και πού πηγαίνεις επιτέλους σε αυτή τη ζωή; Θέλεις μήπως να αποκτήσεις καινούργιους και γεμάτους μυστήριο φίλους; Αν ναι, τότε αυτό το βιβλίο γράφτηκε για εσένα! Η Νίκη, η Νέλλη και η Νένα σε οδηγούν, θέλεις δε θέλεις, στο πιο τρελό, ανατρεπτικό, αστείο, σοβαρό, ερωτικό, συγκινητικό και γεμάτο εκπλήξεις βιβλίο. Μια αληθινή ιστορία που συνέβη στα ψέματα. Η Κατερίνα Μανανεδάκη, με το δικό της ξεχωριστό στιλ, για ακόμη μια φορά αποτυπώνει με λέξεις την απόλυτη παράνοια της εποχής μας αλλά και της ίδιας μας της ζωής!
Υπάρχει το άσπρο. Υπάρχει το μαύρο. Κι ανάμεσά τους το τιρκουάζ. Το δαχτυλίδι που είχε επιλέξει ο Στέφανος να χαρίσει και στις τρεις αδελφές. Στη δύστροπη Ερατώ, στη δυναμική Κλέλια, στην ντελικάτη Μάιρα, τα κορίτσια του. Είχε τον τρόπο του με τις γυναίκες ο Στέφανος. Τις έκανε να νιώθουν όμορφα, να αισθάνονται μοναδικές. Τη μία την παντρεύτηκε. Την άλλη την ερωτεύτηκε. Την τρίτη τη βίασε. Το τιρκουάζ, ένα λαμπερό χρώμα που συμβολίζει την αλήθεια. Και την αγνότητα. Το τιρκουάζ, ένα σκοτεινό χρώμα που βουτάει σε αλήθειες ψυχής. Γιατί η ζωή έχει πάντα δύο όψεις. Γιατί κάθε ιστορία κρύβει πολλές πλευρές και βαθιά χτυποκάρδια. Άλλωστε, από το μεθύσι του έρωτα δεν είναι καμωμένη η ευτυχία;